totalxliberation

Αγώνας για την Ολική Απελευθέρωση Γης – Ζώων – Ανθρώπων.

Month: Ιουλίου, 2013

Wolfi Landstreicher – Από την πολιτική στη ζωή: απαλλάσσοντας την αναρχία από την αριστερή μυλόπετρα

Πηγή: Parabellum

Αναδημοσίευση από: Flying Theory

Το συγκεκριμένο κείμενο ασκεί κριτική στην αριστερό τρόπο σκέψης και στις πρακτικές που χρησιμοποιεί και προσπαθεί να διαχωρίσει απ’ αυτόν την αναρχία.

Από τον πρώτο καιρό που ο αναρχισμός ορίστηκε ως ένα ξέχωρο ριζοσπαστικό κίνημα μέχρι και σήμερα, έχει συνδεθεί με την αριστερά, αλλά η σύνδεση ήταν πάντα άβολη. Οι αριστεροί που ήταν σε θέση εξουσίας (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αυτοαποκαλούνταν αναρχικοί, όπως οι ηγέτες της CNT και του FAI στην Ισπανία στο 1936-37) εκλάμβαναν τον αναρχικό στόχο της ολοκληρωτικής μετατροπής της ζωής και την απορρέουσα αρχή, πως οι στόχοι θα πρέπει ήδη να υπάρχουν στα μέσα του αγώνα, ως ένα εμπόδιο στα πολιτικά τους προγράμματα. Η πραγματική εξέγερση ξεσπάει πάντα πέρα από κάθε πολιτικό πρόγραμμα, και οι πιο συνεπείς αναρχικοί είδαν την πραγματοποίηση των ονείρων τους ακριβώς σ’ αυτό το άγνωστο, μακρινό μέρος. Κι όμως, κατά καιρούς, όταν οι φλόγες της εξέγερσης κόπαζαν (ή ακόμη και σε περιπτώσεις όπως αυτή της Ισπανίας το 1936-37, όπου έκαιγαν ακόμα ζωηρά), ηγετικοί αναρχικοί έβρισκαν ξανά τη θέση τους ως «συνείδηση της αριστεράς». Όμως, αν η ευρύτητα των αναρχικών ονείρων και οι αρχές που αυτή εφαρμόζει έχουν αποτελέσει εμπόδιο στα πολιτικά σχέδια της αριστεράς, αυτά τα σχέδια έχουν γίνει μια πολύ μεγαλύτερη μυλόπετρα γύρω από το λαιμό του αναρχικού κινήματος, παρασύροντας το προς τα κάτω με το «ρεαλισμό» που δεν μπορεί να ονειρεύεται.

Για την αριστερά, ο κοινωνικός αγώνας ενάντια στην εκμετάλλευση και την καταπίεση είναι ουσιαστικά ένα πολιτικό πρόγραμμα προς υλοποίηση, με κάθε αρμόδιο μέσο. Μια τέτοια αντίληψη προφανώς χρειάζεται μια πολιτική μεθοδολογία αγώνα και μια τέτοια μεθοδολογία είναι αναγκασμένη να αντικρούσει μερικές βασικές αναρχικές ιδέες. Πρώτα απ’ όλα, η πολιτική σαν μια διακριτή κατηγορία κοινωνικής ύπαρξης είναι ο διαχωρισμός των αποφάσεων που καθορίζουν της ζωές μας από την εκτέλεση αυτών των αποφάσεων. Αυτός ο διαχωρισμός εδρεύει σε θεσμούς που λαμβάνουν και επιβάλλουν εκείνες τις αποφάσεις. Έχει μικρή σημασία πόσο δημοκρατικοί ή συναινετικοί είναι αυτοί οι θεσμοί: ο διαχωρισμός και η θεσμοποίηση που είναι σύμφυτα με την πολιτική, πάντα αποτελούνε μια επιβολή απλά και μόνο επειδή απαιτούν οι αποφάσεις να παίρνονται πριν την εμφάνιση των περιστάσεων στις οποίες εφαρμόζονται. Αυτό καθιστά απαραίτητο να παίρνουν τη μορφή γενικευμένων κανόνων που πρέπει πάντα να εφαρμόζονται σε συγκεκριμένου τύπου καταστάσεις, μη λαμβάνοντας υπόψην τις ειδικές περιστάσεις. Εδώ συναντώνται οι σπόροι της ιδεολογικής σκέψης -κατά την οποία οι ιδέες ορίζουν τις δραστηριότητες των ατόμων αντί να εξυπηρετούν τα άτομα ώστε να αναπτύξουν τα δικά τους σχέδιά-, αλλά θα αναφερθώ σ’ αυτό αργότερα. Ανάλογης σημασίας από μια αναρχική προοπτική είναι το γεγονός πως η εξουσία έγκειται σ’ αυτούς τους θεσμούς που αποφασίζουν και επιβάλλουν. Και η αριστερίστικη αντίληψη του κοινωνικού αγώνα είναι ακριβώς αυτή του να επηρεάσουν, να πάρουν τον έλεγχο ή να δημιουργήσουν εναλλακτικές εκδοχές αυτών των θεσμών. Με άλλα λόγια, είναι ένας αγώνας για να τροποποιήσει, όχι για να καταστρέψει θεσμοθετημένες εξουσιαστικές σχέσεις.

Αυτή η [αριστερίστικη] αντίληψη αγώνα με την προγραμματική της βάση απαιτεί μια οργάνωση ως μέσο διεξαγωγής του αγώνα. Η οργάνωση αντιπροσωπεύει τον αγώνα, επειδή είναι η συμπαγής έκφραση του προγράμματός της. Αν οι εμπλεκόμενοι ορίσουν το πρόγραμμα ως επαναστατικό και αναρχικό, τότε το πρόγραμμα έρχεται να αντιπροσωπεύσει την επανάσταση και την αναρχία για αυτούς, και η δύναμη της οργάνωσης εξισώνεται με τη δύναμη του επαναστατικού και αναρχικού αγώνα. Ένα τέτοιο ξεκάθαρο παράδειγμα εντοπίζεται στην Ισπανική επανάσταση, όπου η ηγεσία της CNT αφού ενέπνευσε τους εργάτες και τους χωρικούς της Καταλονίας να απαλλοτριώσουνε τα μέσα παραγωγής (όπως και όπλα με τα οποία σχημάτισαν τις ελεύθερες πολιτοφυλακές τους), δεν διέλυσε την οργάνωση ώστε να επιτρέψει στους εργάτες να εξερευνήσουν την αναδημιουργία της κοινωνικής ζωής με τους δικούς τους όρους. Αντίθετα ανέλαβε τη διοίκηση της παραγωγής. Αυτή η σύγχυση με το συνδικάτο να αναλαμβάνει τη διοίκηση της αυτό-οργάνωσης των εργατών είχε αποτελέσματα που μπορούν να μελετηθούν από οποιονδήποτε είναι πρόθυμος να δει τα γεγονότα κριτικά. Επομένως, όταν ο αγώνας ενάντια στην άρχουσα τάξη διαχωρίζεται από τα άτομα που τον διεξάγουνε και εναποτίθεται στα χέρια της οργάνωσης, παύει να είναι το αυτοπροσδιορισμένο σχέδιο αυτών των ατόμων και αντιθέτως καταλήγει να είναι μια εξωτερική υπόθεση στην οποία αυτά αφοσιώνονται. Επειδή αυτή η υπόθεση εξισώνεται με την οργάνωση, η πρωταρχική δραστηριότητα των ατόμων που αφοσιώνονται σ’ αυτήν είναι η διατήρηση και η επέκταση της οργάνωσης.

Στην πραγματικότητα, η αριστερή οργάνωση είναι το μέσο με το οποίο η αριστερά σχεδιάζει να μετατρέψει τις θεσμοθετημένες σχέσεις εξουσίας. Είτε αυτό γίνει μέσω της απεύθυνσης στους σημερινούς κυβερνώντες και την άσκηση δημοκρατικών δικαιωμάτων, είτε μέσω της εκλογικής ή βίαιης κατάκτησης της κρατικής εξουσίας, είτε μέσω της θεσμικής απαλλοτρίωσης των μέσων παραγωγής είτε μέσω ενός συνδυασμού των παραπάνω, είναι μικρής σημασίας. Για να το πετύχει αυτό η οργάνωση προσπαθεί να μετατρέψει τον εαυτό της σε μια εναλλακτική εξουσία ή σε μια αντί-εξουσία: αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να ενστερνιστεί τη σημερινή ιδεολογία της εξουσίας, δηλαδή τη δημοκρατία. Δημοκρατία είναι εκείνο το σύστημα διαχωρισμένων και θεσμοθετημένων τρόπων λήψης αποφάσεων που απαιτεί τη δημιουργία κοινωνικής συναίνεσης ώστε να ενεργοποιηθούν τα προγράμματα. Αν και η εξουσία πάντα έγκειται στον εξαναγκασμό, στα δημοκρατικά πλαίσια δικαιολογείται μέσω της συγκατάθεσης πως μπορεί να κερδίσει. Αυτός είναι ο λόγος που είναι απαραίτητο για την αριστερά να αναζητά όσους περισσότερους οπαδούς γίνεται, μάζες που να συμφωνούν και να υποστηρίζουν τα προγράμματά της. Έτσι αφοσιωμένη στη δημοκρατία, η αριστερά πρέπει να ενστερνιστεί την ποσοτική ψευδαίσθηση.

Η προσπάθεια να κερδίσει οπαδούς απαιτεί την επίκληση στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Έτσι αντί να συνεχίζει μια ζωτική θεωρητική εξερεύνηση, η αριστερά αναπτύσσει μια σειρά απλοϊκών δογμάτων μέσω των οποίων βλέπει τον κόσμο και μια λιτανεία από ηθικά αίσχη που διαπράττονται από τους σημερινούς κυβερνώντες. Με αυτόν τον τρόπο οι αριστεροί ελπίζουν να έχουν μαζική απήχηση. Κάθε αμφισβήτηση ή εξερεύνηση έξω από το ιδεολογικό πλαίσιο καταδικάζεται σφοδρά ή αντιμετωπίζεται χωρίς κατανόηση. Η ανικανότητα για σοβαρή θεωρητική εξερεύνηση είναι το κόστος της αποδοχής της ποσοτικής ψευδαίσθησης, σύμφωνα με την οποία ο αριθμός των οπαδών, ανεξάρτητα από την παθητικότητα και την άγνοιά τους, είναι αυτός που αντανακλά τη δύναμη ενός κινήματος και όχι η ποιότητα και η συνέπεια ιδεών και πρακτικής.

Επιπλέον η πολιτική αναγκαιότητα της απεύθυνσης «στις μάζες» οδηγεί την αριστερά να χρησιμοποιεί τη μέθοδο της διατύπωσης μερικών (όχι συνολικών) αιτημάτων προς τους σημερινούς κυβερνώντες. Αυτή η μέθοδος είναι σίγουρα αρκετά συνεπής με ένα σχέδιο μετατροπής των σχέσεων εξουσίας, ακριβώς επειδή δεν αμφισβητεί ριζικά αυτές τις σχέσεις. Στην πραγματικότητα με το να διατυπώνονται αιτήματα προς τους κυβερνώντες, υποδηλώνεται πως απλές (αν και πιθανώς ακραίες) ρυθμίσεις των τωρινών σχέσεων επαρκούν για την πραγματοποίηση του προγράμματος της αριστεράς. Αυτό που δεν αμφισβητείται σ’ αυτήν τη μέθοδο είναι η ίδια η κυρίαρχη τάξη, αφού αυτό θα απειλούσε το πολιτικό πλαίσιο της αριστεράς.

Αυτό που εξυπακούεται σ’ αυτή τη προσέγγιση για μερική αλλαγή είναι το δόγμα της προοδευτικότητας (όντως, μια απ’ τις πιο δημοφιλείς ταμπέλες στις μέρες μας ανάμεσα σε αριστερούς και ελευθεριακούς -οι οποίοι μάλλον θα προτιμούσαν να αφήσουν πίσω τους τις άλλες αμαυρωμένες ταμπέλες- είναι ακριβώς αυτή του «προοδευτικού»). Προοδευτικότητα είναι η ιδέα πως η σημερινή τάξη πραγμάτων είναι αποτέλεσμα μιας συνεχούς (αν και πιθανώς «διαλεκτικής») διαδικασίας βελτίωσης, και πως αν προσπαθήσουμε (είτε μέσα από ψήφους, ψηφίσματα, δικαστικούς αγώνες, πολιτική ανυπακοή, πολιτική βία ή ακόμα και μέσα από την κατάκτηση της εξουσίας -οτιδήποτε άλλο εκτός από την καταστροφή της) μπορούμε να προχωρήσουμε αυτή τη διαδικασία ακόμη περαιτέρω. Η έννοια της προόδου και η προσέγγιση των μερικών αιτημάτων, η οποία αποτελεί την πρακτική εφαρμογή της, αναδεικνύουν μια άλλη ποσοτική πτυχή της αριστερής αντίληψης του κοινωνικού μετασχηματισμού. Αυτός ο μετασχηματισμός είναι απλά ζήτημα μοιρών, [ζήτημα] της θέσης κάποιου κατά μήκος μια συνεχόμενης τροχιάς. Η σωστή ρύθμιση θα μας οδηγήσει «εκεί» (οπουδήποτε και αν βρίσκεται το «εκεί»). Μεταρρύθμιση και επανάσταση είναι απλά διαφορετικά επίπεδα της ίδιας δραστηριότητας. Τέτοιοι είναι οι παραλογισμοί της αριστεράς, η οποία παραμένει τυφλή στις συντριπτικές αποδείξεις πως η μοναδική τροχιά στην οποία βρισκόμαστε, τουλάχιστον από την άνοδο του καπιταλισμού και του βιομηχανικού συστήματος, είναι η αυξανόμενη φτωχοποίηση της ύπαρξης και αυτό δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί.

Η προσέγγιση των μερικών αιτημάτων και η πολιτική ανάγκη για κατηγοριοποίηση οδηγεί επίσης την αριστερά στο να αξιολογεί τους ανθρώπους με βάση το αν αποτελούν μέλη διαφόρων καταπιεσμένων και εκμεταλλευομένων ομάδων όπως «εργάτες», «γυναίκες», «έγχρωμοι», «γκέι και λεσβίες» και πάει λέγοντας. Αυτή η κατηγοριοποίηση είναι η βάση της πολιτικής των ταυτοτήτων. Η πολιτική των ταυτοτήτων είναι αυτή η ειδική μορφή ψεύτικης αντιπαράθεσης, στην οποία οι καταπιεσμένοι διαλέγουνε να ταυτιστούνε με μια ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία μέσω της οποίας η καταπίεσή τους ενισχύεται σαν μια υποτιθέμενη δράση αψήφησης της καταπίεσής τους. Στην πραγματικότητα, η συνεχόμενη ταύτιση με αυτόν το κοινωνικό ρόλο περιορίζει την ικανότητα αυτών που ασκούν την πολιτική των ταυτοτήτων να αναλύσουν τη κατάστασή τους στη κοινωνία εις βάθος και να δράσουν ως άτομα ενάντια στη καταπίεσή τους. Συνεπώς αυτό εγγυάται τη συνέχιση των κοινωνικών σχέσεων που προκαλούν τη καταπίεσή τους. Αλλά μόνο ως μέλη κατηγοριών αυτοί οι άνθρωποι είναι χρήσιμα πιόνια στους πολιτικούς ελιγμούς της αριστεράς, δεδομένου ότι τέτοιες κοινωνικές κατηγορίες αναλαμβάνουν το ρόλο ομάδων πίεσης και εξουσίας εντός της δημοκρατικής δομής.

Η πολιτική λογική της αριστεράς με τις οργανωτικές της προϋποθέσεις, την υιοθέτηση της δημοκρατίας και της ποσοτικής ψευδαίσθησης και την αξιολόγηση των ατόμων ως απλά μέλη κοινωνικών κατηγοριών, είναι από τη φύση της κολλεκτιβίστικη, καταστέλλοντας το άτομο ώς τέτοιο. Αυτό εκφράζεται μέσω του καλέσματος προς τα άτομα να θυσιάσουν τον εαυτό για τους ποικίλους σκοπούς, προγράμματα και οργανώσεις της αριστεράς. Πίσω απ’ αυτά τα καλέσματα μπορεί κάποιος να εντοπίσει τις χειραγωγικές ιδεολογίες της συλλογικής ταυτότητας, της συλλογικής ευθύνης και της συλλογικής ενοχής. Άτομα που ορίζονται ως κομμάτια μιας «προνομιούχας» ομάδας -«στρέιτ», «λευκοί», «άντρες», «πρωτοκοσμικοί», «μεσοαστοί»- θεωρούνται υπεύθυνα για όλη την καταπίεση που αποδίδεται σε αυτήν την ομάδα. Αυτοί λοιπόν χειραγωγούνται με το να δρουν έτσι ώστε να εξιλεωθούνε απ’ αυτά τα «εγκλήματα», παρέχοντας υποστήριξη άνευ κριτικής στα κινήματα εκείνων που είναι πιο καταπιεσμένοι απ’ οτι οι ίδιοι. Άτομα που ορίζονται ως κομμάτια μιας καταπιεσμένης ομάδας χειραγωγούνται με το να δέχονται μια συλλογική ταυτότητα στα πλαίσια μιας υποχρεωτικής «αλληλεγγύης» -γυναικεία αδελφότητα, εθνικισμός μαύρων, queer ταυτότητα κ.τ.λ. Αν αυτοί απορρίψουν ή κριτικάρουν βαθιά και ριζοσπαστικά αυτή την ομαδική ταυτότητα, αυτό ισούται με την αποδοχή της δικιάς τους καταπίεσης. Στην πραγματικότητα το άτομο που δρα μόνος του ή μόνη της (ή μόνο με αυτούς που έχει αναπτύξει αληθινή εγγύτητα) ενάντια στην καταπίεσή του/της και την εκμετάλλευση όπως τη βιώνει στη ζωή του/της, κατηγορείται για «αστικό ατομικισμό», παρά το γεγονός πως παλεύει ακριβώς ενάντια στην αλλοτρίωση, στο διαχωρισμό και τον ατομισμό, που είναι έμφυτο αποτέλεσμα της συλλογικής αλλοτριωμένης κοινωνικής δραστηριότητας την οποία το κράτος και το κεφάλαιο -η επονομαζόμενη «αστική κοινωνία»- μας επιβάλλει.

Επειδή η αριστερά είναι η ενεργή αντίληψη του κοινωνικού αγώνα ως πολιτικό πρόγραμμα, είναι ιδεολογική από πάνω μέχρι κάτω. Ο αγώνας που διεξάγει η αριστερά δε γεννιέται από τις επιθυμίες, τις ανάγκες και τα όνειρα των εκμεταλλευόμενων, καταπιεσμένων, κυριαρχημένων και αποστερημένων ατόμων αυτής της κοινωνίας. Δεν πρόκειται για τη δραστηριότητα των ανθρώπων που πασχίζουν να επανοικειοποιηθούν τη ζωή τους και αναζητούν τα απαραίτητα εργαλεία για να το κάνουν. Αντιθέτως είναι ένα διατυπωμένο πρόγραμμα στα μυαλά των αριστερών ηγετών ή στις οργανωτικές συναντήσεις, που υπάρχει πέρα και πριν από τους ατομικούς αγώνες των ανθρώπων και στο οποίο αυτοί οι τελευταίοι πρέπει να υποταχθούν. Όποιο και αν είναι το σύνθημα του προγράμματος -σοσιαλισμός, κομμουνισμός, αναρχισμός, αλληλεγγύη μεταξύ των γυναικών, Αφρικανοί, δικαιώματα των ζώων, απελευθέρωση της γης, πριμιτιβισμός, εργατική αυτοδιαχείρηση κ.τ.λ. κ.τ.λ.- δεν παρέχει ένα εργαλείο για τα άτομα ώστε να το χρησιμοποιήσουν στους δικούς τους αγώνες ενάντια στη κυριαρχία, παρά απαιτεί από τα άτομα να ανταλλάξουν την κυριαρχία της άρχουσας τάξης με την κυριαρχία του αριστερού προγράμματος. Με άλλα λόγια απαιτεί από τα άτομα να συνεχίσουν να εγκαταλείπουν την ικανότητά τους να καθορίζουν τη δική τους ύπαρξη.

Στα καλύτερά της, η αναρχική προσπάθεια ήταν από πάντα η συνολική μετατροπή της ύπαρξης βασισμένη στην επανοικιοποίηση της ζωής από κάθε άτομο ξεχωριστά που συναναστρέφεται ελεύθερα με άλλους της επιλογής του. Αυτό το όραμα μπορεί να βρεθεί στα πιο ποιητικά γραπτά σχεδόν κάθε γνωστού αναρχικού, και είναι αυτό που έκανε τον αναρχισμό «τη συνείδηση της αριστεράς». Αλλά ποια η χρησιμότητα του να είναι κανείς η συνείδηση ενός κινήματος το οποίο δεν μοιράζεται και δεν μπορεί να μοιραστεί το εύρος και το βάθος των ονείρων του, αν αυτός επιθυμεί να πραγματοποιήσει τα όνειρά του; Στην ιστορία του αναρχικού κινήματος αυτές οι κοντινότερες στην αριστερά προοπτικές και πρακτικές, όπως ο αναρχοσυνδικαλισμός και ο πλατφορμισμός, εμπεριείχαν πάντα πολύ λιγότερο το όνειρο και πολύ περισσότερο το πρόγραμμα. Τώρα που η αριστερισμός έχει πάψει να είναι μια διακριτά σημαντική δύναμη από την υπόλοιπη πολιτική σφαίρα, τουλάχιστον στο δυτικό κόσμο, είναι σίγουρο οτι δεν υπάρχει κανένας λόγος να συνεχίσουμε να κουβαλάμε αυτή τη μυλόπετρα γύρω απ’ το λαιμό μας. Η συνειδητοποίηση των αναρχικών ονείρων, των ονείρων κάθε ατόμου ικανού ακόμα να ονειρεύεται και να επιθυμεί ανεξάρτητα, να είναι αυτόνομος δημιουργός της δικιάς του ύπαρξης, απαιτεί μια συνειδητή και αυστηρή ρήξη με την αριστερά. Στο ελάχιστο αυτή η ρήξη θα σήμαινε:

1. Την απόρριψη μιας πολιτικής αντίληψης του κοινωνικού αγώνα, μια αναγνώριση πως ο επαναστατικός αγώνας δεν είναι ένα πρόγραμμα, αλλά αντιθέτως είναι ο αγώνας για την ατομική και την κοινωνική επανοικιοποίηση της ολότητας της ζωής. Ως τέτοια είναι από τη φύση της αντί-πολιτική. Με άλλα λόγια, αντιτίθεται σε κάθε μορφή κοινωνικής οργάνωσης -και κάθε μέθοδο αγώνα- στην οποία οι αποφάσεις για το πως να ζεις και να αγωνίζεσαι είναι διαχωρισμένες από την εκτέλεση αυτών των αποφάσεων, άσχετα με το πόσο δημοκρατική και συμμετοχική μπορεί να είναι αυτή η διαχωρισμένη διαδικασία λήψης αποφάσεων.

2. Την απόρριψη του οργανωτισμού, εννοώντας με αυτό την απόρριψη της ιδέας πως κάποια οργάνωση μπορεί να αντιπροσωπεύσει εκμεταλλευόμενα άτομα ή ομάδες, τον κοινωνικό αγώνα, την επανάσταση ή την αναρχία. Επομένως την επιπλέον απόρριψη των επίσημων οργανώσεων -κομμάτων, ενώσεων, ομοσπονδιών και των ομοίων τους- οι οποίες, εξαιτίας της προγραμματικής τους φύσης, αναλαμβάνουν ένα τέτοιο ρόλο αντιπροσώπευσης. Αυτό δεν σημαίνει την απόρριψη της ικανότητας να οργανώνεις συγκεκριμένες δραστηριότητες απαραίτητες για τον επαναστατικό αγώνα, αλλά κυρίως την απόρριψη της υποβολής της οργάνωσης εργασιών και σχεδίων στο φορμαλισμό ενός οργανωτικού προγράμματος. Το μόνο έργο που έχει φανεί μέχρι τώρα να απαιτεί επίσημη οργάνωση είναι η ανάπτυξη και η διατήρηση μιας επίσημης οργάνωσης.

3. Την απόρριψη της δημοκρατίας και της ποσοτικής ψευδαίσθησης. Την απόρριψη της οπτικής πως ο αριθμός των οπαδών μιας υπόθεσης, ιδέας ή προγράμματος είναι αυτό που καθορίζει τη δύναμη του αγώνα, περισσότερο από ότι η ποιοτική αξία της πρακτικής αγώνα ως επίθεση ενάντια στους θεσμούς κυριαρχίας και ως επανοικειοποίηση της ζωής. Την απόρριψη κάθε θεσμοποιημένου ή τυποποιημένου τρόπου λήψης αποφάσεων και στην πραγματικότητα κάθε αντίληψης που αντιλαμβάνεται τους τρόπους λήψης αποφάσεων σαν μια στιγμή διαχωρισμένη από τη ζωή και την πρακτική. Την απόρριψη επιπλέον της ευαγγελιστικής μεθόδου που πασχίζει να κατακτήσει τις μάζες. Μια τέτοια μέθοδος θεωρεί πως η θεωρητική εξερεύνηση έχει ένα τέλος, πως κάποιος έχει την απάντηση στην οποία όλοι πρέπει προσκολληθούν και πως επομένως κάθε μέθοδος είναι αποδεκτή για τη διάδοση του μηνύματος, ακόμα και αν αυτή η μέθοδος αντικρούει ό,τι λέμε. Αυτό οδηγεί κάποιον στο να αναζητά ακολουθητές που αποδέχονται τη θέση του παρά συντρόφους και συνεργούς με τους οποίους να συνεχίσει τις εξερευνήσεις του. Αντιθέτως αναφέρομαι στην πρακτική όχι του να πασχίζεις να εκτελέσεις τα σχέδια κάποιου, όσο καλύτερα μπορείς με τρόπο συνεπή στις ιδέες, επιθυμίες και όνειρα αυτού του κάποιου, αλλά να προσελκύεις εν-δυνάμει συνενόχους με τους οποίους να αναπτύσσεις σχέσεις εγγύτητας και να επεκτείνεις τη πρακτική της εξέγερσης.

4. Την απόρριψη του να εκφράζεις αιτήματα προς τους εξουσιαστές επιλέγοντας καλύτερα μια πρακτική άμεσης δράσης και επίθεσης. Την απόρριψη της ιδέας πως μπορούμε να πραγματοποιήσουμε την επιθυμία μας για αυτοπροσδιορισμό μέσα από μερικά αιτήματα τα οποία, στην καλύτερη, προσφέρουν μόνο μια προσωρινή βελτίωση της βλαβερότητας της κοινωνικής τάξης του κεφαλαίου. Την αναγνώριση της αναγκαιότητας να επιτεθούμε σ’ αυτή τη κοινωνία στο σύνολό της, να επιτύχουμε μια πρακτική και θεωρητική γνώση σε κάθε επιμέρους αγώνα του συνόλου που πρέπει να καταστραφεί. Με τον ίδιο τρόπο, την ικανότητα να βλέπουμε τι είναι δυνητικά επαναστατικό -τι έχει μετατοπιστεί πέρα από τη λογική των αιτημάτων και των μερικών αλλαγών- στους μερικούς κοινωνικούς αγώνες, από τη στιγμή, που τελικά κάθε ριζοσπαστική, εξεγερτική ρωγμή έχει πυροδοτηθεί από έναν αγώνα που άρχισε σαν μια προσπάθεια να κερδίσει μερικά αιτήματα, ο οποίος όμως μετατοπίστηκε στην πράξη από το να απαιτεί ό,τι ήταν επιθυμητό στο να το αδράξει και με το παραπάνω.

5. Την απόρριψη της ιδέας της προόδου, της ιδέας πως η σημερινή τάξη πραγμάτων είναι το αποτέλεσμα μιας συνεχούς διαδικασίας βελτίωσης που μπορούμε να εξελίξουμε ακόμη περισσότερο, πιθανώς μέχρι και την αποθέωση της, αν προσπαθήσουμε. Την αναγνώριση πως η τωρινή τροχιά -την οποία οι κυβερνώντες και η πιστή ρεφορμιστική και «επαναστατική» αντιπολίτευσή τους αποκαλούν «πρόοδο»- είναι από τη φύση της επιβλαβής για την ατομική ελευθερία, την ελεύθερη συναναστροφή, τις υγιείς ανθρώπινες σχέσεις, την ολότητα της ζωής και του ίδιου του πλανήτη. Την αναγνώριση πως αυτή η τροχιά πρέπει να οδηγηθεί σε ένα τέλος και νέοι τρόποι ζωής και συσχετισμού πρέπει να αναπτυχθούν αν σκοπεύουμε στην πλήρη αυτονομία και ελευθερία. (Αυτό δεν οδηγεί απαραίτητα σε μια απόλυτη απόρριψη της τεχνολογίας και του πολιτισμού, και μια τέτοια απόρριψη δεν αποτελεί την τελική γραμμή της ρήξης με την αριστερά, αλλά η απόρριψη της προόδου σίγουρα σημαίνει μια επιθυμία να εξετάσουμε και να αμφισβητήσουμε σοβαρά και κριτικά τον πολιτισμό και την τεχνολογία, και ειδικότερα τη βιομηχανοποίηση. Αυτοί που δεν επιθυμούν να αναδεικνύουν τέτοια ερωτήματα το πιθανότερο είναι να συνεχίσουν να διατηρούν το μύθο της προόδου.)

6. Την απόρριψη της πολιτικής των ταυτοτήτων. Την αναγνώριση πως, ενώ ποικίλες ομάδες εκμεταλλευόμενων βιώνουν την αποστέρησή τους με τρόπους ανάλογους με την καταπίεση τους και η ανάλυση αυτών των ιδιαιτεροτήτων είναι απαραίτητη για να καταλάβουμε πλήρως πως λειτουργεί η κυριαρχία, παρ’ όλα αυτά, η αποστέρηση είναι η κατεξοχήν αρπαγή της ικανότητας από καθέναν από μας σαν άτομα να δημιουργούμε τις ζωές μας με τους δικούς μας όρους σε ελεύθερη συναναστροφή με άλλους. Η επανοικειοποίηση της ζωής σε κοινωνικό επίπεδο, όπως και η πλήρης επανοικειοποίηση της σε ατομικό επίπεδο, μπορεί να συμβεί μόνο όταν σταματήσουμε να ταυτίζουμε τους εαυτούς μας κυρίως με όρους κοινωνικών ταυτοτήτων.

7. Την απόρριψη του κολεκτιβισμού, της υποταγής του ατόμου στην ομάδα. Την απόρριψη της ιδεολογίας της συλλογικής ευθύνης (μια απόρριψη που δεν σημαίνει την άρνηση κοινωνικής ή ταξικής ανάλυσης, αλλά απομακρύνει την ηθική κριτική από μια τέτοια ανάλυση και αρνείται την επικίνδυνη πρακτική του να κατηγορείς άτομα για δραστηριότητες που έχουν γίνει στο όνομα μιας κοινωνικής κατηγορίας ή έχουν αποδοθεί σε αυτή και της οποίας θεωρούνται πως αποτελούν κομμάτια, κάτι όμως για το οποίο αυτοί δεν είχανε καμία επιλογή -π.χ. «Εβραίοι», «γύφτοι», «αρσενικοί», «λευκοί» κ.τ.λ.). Την απόρριψη της ιδέας πως ο καθένας, είτε εξαιτίας κάποιου «προνομίου» είτε εξαιτίας του οτι υποτίθεται πως είναι μέλος σε μια ξεχωριστή καταπιεζόμενη ομάδα, οφείλει άνευ κριτικής αλληλεγγύη σε κάθε αγώνα ή κίνημα και την αναγνώριση πως μια τέτοια αντίληψη είναι μια μεγάλη παρεμπόδιση σε οποιαδήποτε σοβαρή επαναστατική διαδικασία. Τη δημιουργία συλλογικών σχεδίων και δραστηριοτήτων που εξυπηρετούν τις ανάγκες και τις επιθυμίες των εμπλεκόμενων ατόμων και όχι το αντίστροφο. Την αναγνώριση πως η θεμελιώδης αλλοτρίωση που επιβάλλεται από το κεφάλαιο δεν βασίζεται σε καμία υπέρ-ατομικιστική ιδεολογία που ίσως προωθεί, αλλά προκύπτει περισσότερο από το συλλογικό σχέδιο παραγωγής που αυτό επιβάλλει, το οποίο απαλλοτριώνει τις ατομικές δημιουργικές μας ικανότητες για να εκπληρώσει τους στόχους του. Την αναγνώριση της ελευθερίας κάθε ατόμου ξεχωριστά να μπορεί να καθορίζει τις συνθήκες ύπαρξης του/της με ελεύθερη συναναστροφή με άλλους της επιλογής του/της -π.χ. την ατομική και την κοινωνική επανοικειοποίηση της ζωής- σαν το πρωταρχικό στόχο της επανάστασης.

8. Την απόρριψη της ιδεολογίας, δηλαδή, την απόρριψη κάθε προγράμματος, ιδέας, αφαίρεσης, ιδανικού ή θεωρίας που τοποθετείται πάνω από τη ζωή και τα άτομα σαν ένα κατασκεύασμα το οποίο πρέπει να υπηρετούν. Την απόρριψη επομένως του Θεού, του Κράτους, του Έθνους, της Φυλής κ.τ.λ. αλλά επίσης του Αναρχισμού, του Πριμιτιβισμού, του Κομμουνισμού, της Ελευθερίας, της Λογικής, του Ατόμου κ.τ.λ. όταν αυτά γίνονται ιδανικά στα οποία κάποιος θυσιάζει τον εαυτό του, τις επιθυμίες του, τις φιλοδοξίες του, τα όνειρά του. Τη χρήση των ιδεών, θεωρητικών αναλύσεων και την ικανότητα να σκέφτεται κανείς λογικά, αφαιρετικά και κριτικά, ως εργαλεία για να πραγματοποιήσει τους στόχους του, για επανοικειοποιηθεί τη ζωή και να δρα ενάντια σε οτι στέκεται στο δρόμο αυτής της επανοικειοποίησης. Την άρνηση των εύκολων απαντήσεων που έρχονται να λειτουργήσουν σαν παρωπίδες στις προσπάθειες κάποιου να εξετάσει την πραγματικότητα που αντιμετωπίζει, για χάρη της συνεχούς αμφισβήτησης και θεωρητικής εξερεύνησης.

Όπως το βλέπω, αυτά είναι που αποτελούνε μια αληθινή ρήξη με την αριστερά. Όπου λείπουν οι παραπάνω απορρίψεις -είτε στη θεωρία είτε στη πράξη- σημαίνει ότι παραμένουν απομεινάρια της αριστεράς, και αυτό είναι ένα εμπόδιο στα σχέδια μας για απελευθέρωση. Από τη στιγμή που η ρήξη με την αριστερά βασίζεται στην αναγκαιότητα να ελευθερώσουμε την πρακτική της αναρχίας από τα όρια της πολιτικής, αυτό σίγουρα δεν είναι μια προσέγγιση προς τη δεξιά ή κάποιο άλλο τμήμα του πολιτικού φάσματος. Αποτελεί περισσότερο μια αναγνώριση πως ένας αγώνας για τη μετατροπή της ολότητας της ζωής, ένας αγώνας να πάρουμε πίσω τις ζωές μας, ως δικές μας σε μια συλλογική κίνηση για ατομική πραγμάτωση, μπορεί μόνο να παρεμποδιστεί από πολιτικά προγράμματα, «επαναστατικές» οργανώσεις και ιδεολογικές κατασκευές που απαιτούνε την υπηρεσία μας, επειδή αυτές, όπως το κράτος και το κεφάλαιο, απαιτούνε να δώσουμε τις ζωές μας σ’ αυτά, και όχι να τις πάρουμε στα χέρια μας. Τα όνειρα μας είναι πολύ μεγαλύτερα από τα στενά όρια των πολιτικών σχεδιασμών. Είναι καιρός τώρα να αφήσουμε πίσω μας την αριστερά και να συνεχίσουμε τον κεφάτο δρόμο μας προς το άγνωστο της εξέγερσης και της δημιουργίας γεμάτων και αυτοπροσδιοριζόμενων ζωών.

«Ας μην αιθεροβατούμε, παρακαλώ»

Πηγή: Parabellum

Αναδημοσίευση από: Contra Info

Αν προσυπογράφεις την ιδέα της καταστροφής της εργασίας, πάντοτε θα βρεις κάποιον, ακόμη και μεταξύ αναρχικών, που θα πει: «Κι αύριο; Αν δε δουλέψουμε, τι θα φάμε αύριο;»

Αν λοιπόν πάρεις μια τέτοια απάντηση, σημαίνει ότι μιλάς σ’ έναν πραγματιστή αναρχικό ή μάλλον σε κάποιον που πατάει τα πόδια του γερά στο έδαφος· σ’ έναν απ’ αυτούς τους τύπους που, μόλις τον ρωτήσεις αν εξακολουθεί να θεωρεί το ρόλο της εργατικής τάξης σημαντικό στη σύγκρουση μεταξύ κυριαρχημένων και κυριάρχων, θα σου πει «Εννοείται!»

Μην πάρεις όμως το ρίσκο να τον ρωτήσεις τι σημαίνει να ’ναι κανείς ρεαλιστής ή πραγματιστής. Η απάντησή του μπορεί να διαταράξει τα όνειρά σου για πολύ καιρό.

Θα σου πει ότι χρειάζεται να σέβεσαι τις συνθήκες της ταξικής πάλης, αντί να τοποθετείς τον εαυτό σου ιδεολογικά πάνω απ’ τα μυαλά των γύρω σου, ώστε να μη γίνεις μια πρωτοπορία του προλεταριάτου – προσθέτοντας εκεί αρκετά πειστικά πως αυτό δεν το κάνεις από μια ανάγκη να έχεις αποδοτικότητα στον αγώνα ή να πάρεις άμεσα αποτελέσματα, αλλά επειδή είναι απαραίτητο να συνεχίσεις να στηρίζεις τους εκμεταλλευομένους στο μέρος όπου δείχνουν τη μεγαλύτερη δυνατή ικανότητα να ανταπαντήσουν στην καπιταλιστική εκμετάλλευση, δηλαδή στο χώρο εργασίας.

Βέβαια, εσένα θα σου ’ρθει να πεις (που σε συμβουλεύω να το κρατήσεις για τον εαυτό σου): «Μα αυτό δεν είναι καμουφλαρισμένη ιδεολογία, μ’ άλλα λόγια ιδέες που έχουν χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα;» Και θα θελήσεις να πεις πως η εργατική τάξη δεν υπάρχει πλέον, ότι έχει διαλυθεί απ’ την ιστορική συνάντηση του Κεφαλαίου με τις νέες τεχνολογίες, κι έτσι κάθε ρεφορμιστική πρακτική, όπως η υποβολή αιτημάτων ή η προάσπιση κεκτημένων, απλώς στηρίζει αυτήν τη στρατηγική της κυριαρχίας και του αφανισμού. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, θα ήταν άσκοπο να μιλήσεις. Ο ρεαλισμός, ή ο πολιτικός πραγματισμός, είναι αρρώστια που δεν παλεύεται. Υπαινίσσεται την πρακτική εκείνων που βλέπουν τα πράγματα μονάχα υπό αιτιώδεις, σχηματικούς όρους. Δεν μπορούν να ξεφύγουν από τέτοια προαπαιτούμενα. Για να λέμε την αλήθεια, ο γκραντουαλισμός μπορεί να είναι εξαιρετικά πειστικός. Η θεωρία του βαθμιαίου δίνει έστω μια παρηγοριά ως προς τι θα μπορούσε να συμβεί βραχυπρόθεσμα, καταστέλλοντας το φόβο του μέλλοντος.

Μ’ αυτόν τον τρόπο, αυτό που μας λέει ο ρεαλιστής, πραγματιστής μας σύντροφος είναι ότι ένα ουσιαστικό σημείο της πάλης είναι να διασφαλίσουμε πως δε θα επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος. Ποτέ ξανά φασισμός! Κι ανατρέχοντας στις παλιότερες μορφές του φασισμού παραλείπουν να δούνε τις καινούργιες, που σε καμία περίπτωση δεν προσομοιάζουν μ’ αυτές του παρελθόντος, αλλά ενδεχομένως είναι κι ακόμα χειρότερες. Ο σύντροφος αυτός σκοπίμως σου πετάει πως αν δε δουλέψεις δε θα ’χεις να φας, για να σε αποστομώσει, και πως είναι επικίνδυνο και μη ρεαλιστικό να επιμένεις ως προς την καταστροφή της δουλειάς, αφού υποστηρίζει μια θέση που παραμένει αγκιστρωμένη στην πραγματικότητα του παρόντος, την οποία και καταλήγει να δικαιολογεί χωρίς καν να το συνειδητοποιεί. Δεν τον ενδιαφέρει να κουβεντιάσει ιδέες ή ζητήματα μεθόδου. Το μόνο που θέλει να ξέρει είναι τ’ αναμενόμενα αποτελέσματα, τα οποία είναι σε θέση να υπολογίζει μόνο από ποσοτική άποψη: να προσμετρώνται άνθρωποι και πράγματα, να συμπίπτουν δεδομένα της πραγματικότητας με εγχειρήματα, να γίνεται κατανοητή η κοινωνική δυναμική. Αυτές είναι οι ιδέες και οι μέθοδοι που απέδωσαν καρπούς στο παρελθόν. Δεν παίζει τώρα να υπάρχει κάτι σαν κριτική σκέψη ή κάτι που θα μπορούσε να τις θέσει υπό αμφισβήτηση.

Πρέπει να απομονωθεί κάθε ιδέα που θα μπορούσε ν’ απειλήσει την αναζήτησή του για τη συναίνεση των εκμεταλλευομένων ή που θα μπορούσε με κάποιον τρόπο να παρουσιάσει τους αναρχικούς επαναστάτες ως υπονομευτές της συντεταγμένης τάξης, συμπεριλαμβανομένης της θεμιτής απαλλοτρίωσης των μέσων παραγωγής· γιατί, αν δεν αποκλειστεί κάθε παρόμοια ιδέα, έχετε γεια, απαλλοτρίωση και ειρηνική μετάβαση στην ελεύθερη κοινωνία του μέλλοντος. Πειραματισμοί μπορούν να διεξαχθούν μονάχα ανά μικρές ομάδες, θα πει αυτός ο σύντροφος με το φωτισμένο, πραγματιστικό όραμα που ’χει για τον αγώνα, και τούτες είναι ασήμαντες απ’ τη σκοπιά της ταξικής πάλης.

Αυτή η νοοτροπία έχει μια σειρά από άλλα χαρακτηριστικά. Πρώτον, ανταποκρίνεται σε μια αντίληψη της πραγματικότητας η οποία εξαρτάται από ορισμένες προϋποθέσεις, μια εξέλιξη την οποία κάποιος βοηθά παρέχοντας απλώς ευκαιρίες για βελτιώσεις. Η λειτουργία τού απολύτως άλλου δε λαμβάνεται υπόψη. Ό,τι ξεκίνησε ως μία άποψη των πραγμάτων δε θ’ αργήσει να γίνει καταδίκη και να αποστασιοποιηθεί μόλις ο πειραματισμός που γίνεται προς αυτή την κατεύθυνση αποκτήσει κάποια σημαντική μορφή και συνέπεια. Δεύτερον, η ίδια νοοτροπία αποδέχεται την τεχνολογία ως το κύριο στοιχείο που ενυπάρχει σε οποιαδήποτε αστική συμβίωση, έτσι δύναται μονάχα να φανταστεί τη μελλοντική κοινωνία ως ορμώμενη από μια εναλλακτική χρήση της σημερινής τεχνολογίας. Τρίτον, δε δύναται ν’ απαλλαγεί απ’ το δικό της θεσμικό καθήκον, αυτό του εξορκισμού κάθε φόβου μπροστά στο άγνωστο. Οποιαδήποτε απόπειρα να επιταχυνθεί αυτός ο γκραντουαλισμός αντιμετωπίζει ανυπέρβλητα προβλήματα, κάνοντας το άγνωστο να φαντάζει σαν εχθρός και το γνωστό (δηλαδή τη διατήρηση του υπάρχοντος) σαν κάτι που πρέπει να προστατεύεται μην τυχόν και πέσει στα χέρια των βαρβάρων.

Συχνά, ακόμα και το ν’ απαντήσεις σε αυτούς τους τύπους μέσα από τις δικές μας θέσεις για το απολύτως άλλο είναι πλήρες χάσιμο χρόνου. Η βαριά σκιά των γραφειοκρατών έχει περάσει πάνω από κάθε εποχή, ήδη από τις σκοτεινές απαρχές της ιστορίας. Κάτι άλλο χρειάζεται να γίνει.

Αλφρέντο Μαρία Μπονάννο

Η πατριαρχική κυριαρχία και ο βιομηχανικός πολιτισμός (Brent Taylor)

Πηγή: Αδάμαστο

Ο τρόμος της αποκάλυψης που αντιμετωπίζουμε σήμερα – οι επερχόμενοι εφιάλτες του πυρηνικού πολέμου ή της οικολογικής καταστροφής – είναι μια άμεση συνέπεια του πολιτισμού που δημιουργήθηκε (ως επί το πλείστον) από αρσενικές ελίτ εξουσίας τα τελευταία 10.000 χρόνια. Αυτές οι απειλές για την επιβίωση μας είναι εντελώς μοναδικές σε αυτήν την σύγχρονη εποχή, και θα ήταν σχεδόν αδιανόητες για τους ανθρώπους προηγούμενων εποχών. Ωστόσο, οι αληθινές ρίζες του πολιτισμού, η συνείδηση και οι συμπεριφορές που επέτρεψαν τελικά σε ένα τέτοιο πολιτισμό να τεθεί σε λειτουργία – άρχισαν να φουντώνουν στις κοινωνίες των προγόνων μας πριν πολύ καιρό. Ο λόγος που έχουμε μόνο τόσο πρόσφατα βρεθεί αντιμέτωποι με την εφιαλτική πραγματικότητα μιας κρίσης εξόντωσης είναι γιατί η σύγχρονη εποχή είναι η πρώτη στην οποία υπάρχει η πραγματική δυνατότητα για την εξόντωση. Ήταν μόνο μέσα από την πραγματοποίηση ενός προηγμένου βιομηχανικού πολιτισμού που δημιουργήθηκαν οι μηχανές, τα όπλα και οι βιομηχανικές διεργασίες οι οποίες απειλούν τώρα την επιβίωση της ζωής πάνω στη Γη.

Ο σημερινός βιομηχανικός και τεχνολογικός πολιτισμός είναι, στις παγκόσμιες και δραστικές υλικές του εκδηλώσεις, πολύ διαφορετικός από όλους τους άλλους της πολιτισμένης ιστορίας. Από τους ναρκωτικούς ρυθμούς επέκτασης της «βιομηχανικής επανάστασης», και την κολοσσιαία παραγωγική ικανότητα των μαζικών εργοστασίων, την τεράστια απόδοση από ενεργειακά έργα, καθώς και την αξιοποίηση των μεγάλης κλίμακας εξορύξεων για την ανεύρεση πόρων, κλπ., κατά κόρον, υπάρχει πολύ μικρή αμφιβολία ότι η εποχή του μόντεμ, κατά μία υλική έννοια, κυριολεκτικά στέκεται πέρα από την ιστορία. Έχει διευκολύνει τις πιο καταναλωτικές και υλιστικές κοινωνίες που υπήρξαν ποτέ – οι οποίες είναι σίγουρα μια εικόνα επιστημονικής φαντασίας σε σύγκριση ακόμα και με τα πιο ανεπτυγμένα αστικά κέντρα του 18ου αιώνα.

Ο βιομηχανικός πολιτισμός έχει εξελιχθεί από τις σωρευτικές επιπτώσεις μιας αδιάσπαστης προσήλωσης σε αντιλήψεις, έννοιες και φιλοσοφικές αξίες που είναι αρνητικές και ουσιαστικά ενάντια στη ζωή. Για παράδειγμα, η ικανότητα των ανθρώπων να θέλουν να διεξάγουν πολέμους ολοκληρωτικού αφανισμού ενάντια στους εχθρούς τους, ή η θέληση να χειραγωγήσουν μέχρι τέλους το φυσικό περιβάλλον με γνώμονα τον ανθρωποκεντρισμό μας, ή τη σφοδρή επιθυμία για τον υλικό πλούτο συνδυασμένη με ακόρεστη απληστία – αυτές οι μηχανορραφίες που είναι τόσο διαδεδομένες μεταξύ των αρχουσών τάξεων του σήμερα – έχουν κυριαρχήσει τις επιδιώξεις και των προηγούμενων εποχών και πολιτισμών. Σαφώς, πολύ πίσω στην ιστορία πολύ πριν από τις απαρχές της ιουδαιο-χριστιανικής εποχής, η κυρίαρχη εννοιολογική προοπτική του πολιτισμού μπορεί να περιγραφεί ως αυτή της ”πατριαρχικής (ανδροκρατούμενης) κυριαρχίας”. Πιστεύω ότι μέσα σε αυτό το είδος σκέψης κατοικούν τρόποι αντίληψης και ύπαρξης, μερικές φορές ανεπαίσθητοι και μερικές φορές υπερβολικά εμφανείς, οι οποίοι πρέπει να απορριφθούν, αν θέλουμε να επιβιώσουμε και να ξαναφτιάξουμε ζωές και κουλτούρες ελευθερίας και αρμονίας.

Σε κάποιο σημείο στο μακρινό παρελθόν μας, περίπου 10.000 χρόνια πριν, όταν οι πρώιμες πατριαρχικές κοινωνίες άρχισαν να αναπτύσσονται και στη συνέχεια να καθιερώνονται και να εξουσιάζουν, μια αποστασιοποίηση και αδιαφορία, και τελικά περιφρόνηση και κυριαρχία, πάνω στις γυναίκες, στους άλλους λαούς και, τέλος, στο φυσικό περιβάλλον, ήρθε για να γίνει η αρχή που διέπει το οικοδόμημα πάνω στο όποιο οι κυρίαρχοι άνδρες διοικούσαν. Από εκείνα τα χρόνια, το μέγεθος της πατριαρχικής κυριαρχίας σταδιακά επεκτάθηκε, και η «ανθρώπινη ανάπτυξη» ήταν συνώνυμη με τη συνεχώς αυξανόμενη θεσμοποίηση της πατριαρχικής κυριαρχίας. Οι τραγικές συνέπειες αυτής της κυριαρχίας δεν είναι μόνο εμφανείς σήμερα στις υλικές συνθήκες των ανθρώπινων κοινωνιών, αλλά επίσης, και στον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων.

Πάνω από χιλιάδες χρόνια, η πατριαρχική κουλτούρα της κυριαρχίας έχει σχεδόν καταστρέψει την εσωτερική γείωση μας με ό,τι μπορεί να ονομαστεί “μια φυσική και ολιστική εκτίμηση της ζωής”. Ένας τέτοιος σοβαρός πνευματικός ακρωτηριασμός μας έχει αφήσει συλλογικά τραυματισμένους και παραστρατημένους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στις προηγμένες βιομηχανικές κοινωνίες όπου υπάρχει μια εξαιρετικά διαστρεβλωμένη και άψυχη άποψη της ζωής. Όχι μόνο έχει εξαφανιστεί ένα μεγάλο μέρος της λατρείας και του σεβασμού της ίδιας της ζωής, αλλά φαίνεται ότι αυτές οι κοινωνίες έχουν γίνει ανίκανες να αναγνωρίσουν το γεγονός ότι δημιουργούν έναν κόσμο θάλαμο εκτέλεσης από τον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν, και από τα ίδια τα κίνητρα που τους οδηγούν προς τα εμπρός.

Η πατριαρχική κυριαρχία έχει γίνει μια εξ’ ολοκλήρου μάχη της κυριαρχίας πάνω σε όλη τη ζωή ως τα άκρα της απληστίας και της εξουσίας για τους καταπιεστές και τους αποικιοκράτες – να θάψουν την πολυπλοκότητα, τον αυθορμητισμό και τη ζωντάνια σε ένα φέρετρο του τεχνητού, της κυριαρχίας και του έλεγχου. Η ανδρική εξουσία, το μίσος για τις γυναίκες, ο ρατσισμός, ο πόλεμος, ο ιμπεριαλισμός, ο υλισμός, η επιθετικότητα, ο ανταγωνισμός, η πίστη ότι η ανθρωπότητα είναι ξεχωριστή και ανώτερη από το φυσικό κόσμο, το ψυχικό και συναισθηματικό περίβλημα, η αίσθηση του άτρωτου, η εμμονή στην ιεραρχία, η αντικειμενοποίηση, η εκμετάλλευση, η τεχνο-λογική, η έλλειψη της διαίσθησης ή διορατικότητας και μια πνευματική κενότητα – αυτά είναι μερικά από τα αρνητικά χαρακτηριστικά που συνάδουν με μια πατριαρχική -πολιτισμένη κουλτούρα. Στο σύνολό τους, αποτελούν ένα πολιτιστικό αρχέτυπο που τώρα διαφαίνεται στο στρατιωτικό βιομηχανικό ιμπεριαλισμό της σύγχρονης εποχής μας. Κατά τη διάρκεια της πατριαρχικής ιστορίας, αυτά τα χαρακτηριστικά έχουν περισσότερο ή λιγότερο καθοριστεί από τον τρόπο που έχουμε ζήσει, και το πώς οι πολιτισμοί έχουν αναπτυχθεί. Σήμερα, ένα μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας, οι περισσότεροι άνδρες και όλες οι ιμπεριαλιστικές οικονομικές, επιστημονικές, πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες είναι εμποτισμένες με πολλά από αυτά τα χαρακτηριστικά που πνίγουν τη ζωή. Τα νεκρά τοπία και οι στάσιμοι βόθροι του σύγχρονου βιομηχανικού πολιτισμού είναι ένας πραγματικός καθρέφτης που αντανακλά τη ζωή στο βαθμό στον οποίο το ανθρώπινο πνεύμα έχει χαθεί από τον πολιτισμό της πατριαρχικής κυριαρχίας.

Τα συνεχόμενα σκοτεινά χρόνια της ιστορίας τώρα συνοψίζονται σε κρίσεις εξόντωσης των ειδών, αποκαλύπτοντας έντονα ότι τα περισσότερα ανθρώπινα όντα έχουν προσκολληθεί, ή έχουν εξαναγκαστεί κάτω από, την κυριαρχία των διάφορων στελεχών της πατριαρχικής σκέψης, μια όλο και μεγαλύτερη αντι-κοινωνική εκκεντρικότητα της εν λόγω σκέψης που έχει διαπεράσει το χαρακτήρα των ανθρώπινων κοινωνιών, και ως εκ τούτου, έναν ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό βίας, καταστροφής, δυστυχίας και που όλα τα έμβια όντα και το περιβάλλον της Γης έχει βιώσει. Στο μονοπάτι της πατριαρχικής κυριαρχίας τα πράγματα δεν έχουν πάει καλύτερα, έχουν πάει χειρότερα. Όλα τα πλήθη της αρνητικότητας που βρέθηκαν σε όλη τη πατριαρχική ιστορία έχουν προστεθεί, μεταλλαχθεί και επεκταθεί με την πάροδο του χρόνου, με αποκορύφωμα τελικά τις τοξικές πραγματικότητες της σύγχρονης εποχής.

Με την έλευση του βιομηχανικού πολιτισμού μια ποιοτικά νέα εποχή καταστροφικότητας έχει τεθεί σε λειτουργία. Πριν από την εκβιομηχάνιση, αν και υπήρχε συχνά ακαταμέτρητος πόνος και βαρβαρότητα, δεν υπήρξαν πραγματικές απειλές για την επιβίωση όλης της ζωής στη Γη . Ως εκ τούτου, ανεξάρτητα από το πλήθος τρόμων που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι, στα όνειρά τους μπορούσαν να απεικονίσουν ένα ανοικτό μέλλον γεμάτο δυνατότητα. Σήμερα αυτό δεν ισχύει πλέον: ζούμε στον τρόμο και τη φρίκη του βιομηχανικού πολιτισμού, και καθημερινά βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την πολύ πραγματική πιθανότητα της εξαφάνισης. Η εκβιομηχάνιση δεν έχει μόνο μεγεθύνει τη βασική δυναμική του πολιτισμού ενάντια στη ζωή, είναι, στην πραγματικότητα, ένας Φρανκενστάιν που δημιουργήθηκε από αυτήν.

Η ύπαρξη του βιομηχανικού πολιτισμού δεν μπορεί να διαχωριστεί από την ιστορική διαδικασία που τελικά επέτρεψε να δημιουργηθεί-αυτή η διαδικασία είναι η πατριαρχική ιστορική εξέλιξη. Ο πολιτισμός πηγάζει μέσα από το εννοιολογικό πλαίσιο της πατριαρχικής νοοτροπίας, και είναι από αυτήν την αντίληψη που η προσπάθεια για συνέχεια του παραμένει ζωντανή. Δε θα είχε ποτέ τεθεί σε λειτουργία χωρίς οι ανθρώπινοι πολιτισμοί να είχαν πρώτα ακρωτηριαστεί από την πατριαρχία, και χωρίς η ταυτοποίηση μας με τον ζωντανό φυσικό κόσμο να έχει αποκοπεί. Εάν αποτύχουμε να κατανοήσουμε αυτή τη σύνδεση, τότε θα αδυνατούμε να κατανοήσομε την πραγματική “ουσία” του πολιτισμού.

Ο βιομηχανικός πολιτισμός είναι άμεσο αποτέλεσμα της πατριαρχίας. Η βιομηχανική ανάπτυξη δεν είναι λάθος απλά επειδή χρησιμοποιείται απερίσκεπτα προς τα άκρα της εξουσίας και του κέρδους. Η ίδια η ουσία της είναι λάθος: όλες οι εγκαταστάσεις επί των οποίων ιδρύθηκε, και διατηρείται, είναι αρνητικές και ενάντια στη ζωή. Είναι εγγενές στην «ουσία» του βιομηχανικού – πολιτισμού το να είναι απειλητικός για τη ζωή. Είναι απολύτως αναμενόμενο, ως εκ τούτου, η ύπαρξή του να έχει γίνει μια τέτοια σοβαρή απειλή για την επιβίωση της ζωής.

Για να επιβιώσουμε από αυτή τη κρίση εξόντωσης, δεν είναι απλά αρκετό να απομονώσουμε τον πυρηνικό πόλεμο, τη μεγάλης κλίμακας ρύπανση ή την ανελέητη κερδοσκοπία, που είναι οι επιθετικές πραγματικότητες του βιομηχανικού πολιτισμού, και ως εκ τούτου, τα μόνα μέρη του που πρέπει να διώξουμε μακριά. Αν το κάναμε μόνο αυτό θα σήμαινε ότι έχουμε ακόμη περιλάβει, στο σύνολό τους, την πλειοψηφία του βιομηχανικού “τρόπου ζωής” που δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα της πατριαρχικής νοοτροπίας. Θα σήμαινε ότι είμαστε ακόμα προσκολλημένοι στην κουλτούρα της πατριαρχικής κυριαρχίας. Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι η θεμελιώδης προσήλωση μας στην πατριαρχική νοοτροπία ήταν και θα συνεχίσει να είναι η πραγματική απειλή για τη ζωή, και ο θεμελιώδης λόγος για τον οποίο η πιθανότητα για το μοιραίο μας αναλώνει πάντα. Αναπόφευκτα, αν θέλουμε να επιβιώσουμε και να δημιουργήσουμε ένα καλύτερο κόσμο χωρίς πόλεμο και πιθανότητες εξαφάνισης, πρέπει να συμβεί μια πλήρης εγκατάλειψη της κουλτούρας της πατριαρχικής κυριαρχίας. Μια τέτοια εγκατάλειψη πρέπει να περιλαμβάνει οπωσδήποτε τον πολιτισμό στην ολότητά του.

Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε το βαθμό στον οποίο η κατανόηση μας και οι αντιλήψεις μας για τη ζωή και τον εξωτερικό κόσμο έχουν καθοριστεί από την πατριαρχική κατάκτηση, και το πώς έχουμε αναπτύξει τις κοινωνίες μας, ως αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος. Στη συνέχεια, μπορούμε να δούμε ξεκάθαρα πώς η ιστορία έχει χαρτογραφηθεί, οι πολιτισμοί έχουν χτιστεί, και, τέλος, πως η εκβιομηχάνιση έχει έρθει για να κυριαρχήσει και να απειλήσει την ύπαρξή μας εξαιτίας των άψυχων εικόνων και του οράματος της πατριαρχικής νοοτροπίας. Θα είμαστε σε πολύ καλύτερα σε θέση να κάνουμε θετικές επιλογές σχετικά με το είδος των κοινοτήτων που θέλουμε να δημιουργήσουμε, και για το τι πρέπει να κάνουμε για να επιβιώσουμε, αν συνειδητοποιήσουμε το βαθμό στον οποίο οι “εξελίξεις” της ιστορίας, και τα τεχνολογικά συστήματα του σήμερα, είναι στην πραγματικότητα οι εκδηλωμένες πραγματικότητες αυτής της εντελώς νοσηρής διαδικασίας σκέψης.

Για να γίνει πραγματικά σαφές σε μας το τι πρέπει να κάνουμε σε αυτόν τον αγώνα για τη ζωή, θα πρέπει να απαλλάξουμε εσωτερικά τους εαυτούς μας από τα αρνητικά χαρακτηριστικά της πατριαρχικής σκέψης, αλλά επίσης, πρέπει να ξαναβρούμε τη φυσική σύνδεση και εξάρτηση μας πάνω στη Γη, και να επανενώσουμε πνευματικά τους εαυτούς μας μέσα στη φύση. Μόνο μέσα από μια ανανεωμένη εκτίμηση και γνώση των φυσικών διαδικασιών της ζωής μπορεί να έρθει και πάλι μια ουσιαστική κατανόηση για άλλους τρόπους ζωής. Μέσα από μια τέτοια κατανόηση μπορούμε να κερδίσουμε την κατεύθυνση και τη δύναμη για να δώσουμε τους αγώνες που απαιτούνται, καθώς και το όραμα να παλέψουμε ενάντια στη θανατηφόρο, τεχνητή ύπαρξη του πολιτισμού, όχι για να τον μεταρρυθμίσουμε, αλλά για να τελειώνουμε πραγματικά με αυτόν.

 

Του Brent Taylor, από τα Γραπτά των 5 του Βανκούβερ.

Μετάφραση από το έντυπο Pieces of self, Anarchy, gender and other thoughts.(2005) σελ.5-10

http://anti-politics.net/distro/download/pieces-imposed.pdf

Ενάντια στον πολιτισμό, για την επανασύνδεση με τη ζωή! (Terra Greenbrier)

Πηγή: Αδάμαστο

race-against-the-clock

Ο πολιτισμός μας επηρεάζει βαθιά μέσα μας. Σε σωματικό, ψυχικό, συναισθηματικό και πνευματικό επίπεδο, από τη γέννησή μας και μετά μας κατασκευάζουν σύμφωνα με την εικόνα του Πολιτισμού. Έχει αποσχίσει τον κάθε ένα από εμάς από τον άγριο εαυτό του και τον άγριο κόσμο στον οποίο στηριζόμαστε για να επιβιώσουμε. Κυλάει στο αίμα μας, προβάλλοντας τον εαυτό του πάνω στον κόσμο γύρω μας και παρουσιάζοντάς τον ως “πραγματικότητα”. Για να διαιωνίσει την ύπαρξή του, απαιτεί από μας να διαχωριστούμε, να απομονώσουμε, να κατηγοριοποιήσουμε, να σηματοδοτήσουμε, να συσκευάσουμε και αναπόφευκτα να καταβροχθίσουμε τον άγριο εαυτό μας, και τα αμόλυντα μέρη γύρω μας, που συνηθίσαμε να τα αποκαλούμε «άγρια φύση».

Υφιστάμενος ως ένα αλληλένδετο σύμπλεγμα φυσικών, κοινωνικών, συναισθηματικών, πνευματικών και ψυχολογικών συστημάτων, ο Πολιτισμός δεν ορίζεται μόνο από φυσικές περιοχές ή συγκεκριμένες εποχές της ιστορίας. Η ίδια η λέξη αναφέρεται στο φαινόμενο της ”Πόλης”, το οποίο πρωτοεμφανίστηκε σε διαφορετικές χρονικές στιγμές σε διαφορετικά μέρη του κόσμου. Αλλά η “διαδικασία εκπολιτισμού» μοιάζει όμοια σε όλα αυτά τα μέρη. Η μετάβαση από το νομαδικό, τροφοσυλλεκτικό τρόπο ζωής, σε μια γεωγραφικά στάσιμη, αγροτική κοινωνία, με τα περίπλοκα οικονομικά και ιδιοκτησιακά της συστήματα, καθώς και τα διάφορα είδη κοινωνικής ιεράρχησης, καθορίσαν τη διαδικασία αυτή. Η διαδικασία αυτή έτεινε να οδηγήσει στην άνοδο της Πόλης – ένα λαμπρό παράδειγμα της οικολογικής ανισορροπίας και της κοινωνικής αποξένωσης. Τόσο στα προ-βιομηχανικά πλαίσια, όπως με τους Αζτέκους της Κεντρικής Αμερικής, όσο και σε βιομηχανικά περιβάλλοντα, όπως το δικό μας, είναι σαφές ότι τέτοια σενάρια ήταν, και εξακολουθούν να είναι, συνταγές για καταστροφή.

Μια κλιμακούμενη αποσύνδεση

Μια λογική βασισμένη στην κυριαρχία και τον έλεγχο τροφοδοτεί το Πολιτισμό. Στους υλικούς θεσμούς που απεικονίζουν και επιβάλουν αυτή τη λογική περιλαμβάνονται το σχολείο, η εργασία, τα μέσα ενημέρωσης, η επιστήμη, η ιατρική, τα θρησκευτικά ιδρύματα, το έθνος-κράτος και τα στρατιωτικά, πολιτικά του συστήματα και η οικονομία. Έννοιες όπως η πρόοδος, η πατριαρχία, η εξημέρωση, ο λόγος, η ηθική και η πολιτική αποτελούν μια κοινωνική βάση για τη Μηχανή. Αυτά τα συστήματα και οι αξίες που μας περιβάλλουν μας διαχωρίζουν από το να βιώσουμε άμεσα την ποικιλομορφία και την εσωτερική διασύνδεση του έμβιου κόσμου. Ζώντας μέσα στον κύκλο της ζωής, ως αναπόσπαστο μέρος ενός ολόκληρου οργανισμού, διαμορφώνεται μια βάση για τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους. Χωρίς αυτή την αρχέγονη συγγένεια, οι ρόλοι και οι παραδοχές που μας προκαθορίζουν στον πολιτισμό ελέγχουν την εικόνα του δικού μας εαυτού, και κατά συνέπεια την κατανόησή μας για τους ανθρώπους γύρω μας.

Στον πολιτισμό, περιβάλλουμε τους εαυτούς μας με τη συμβολική κουλτούρα: προκαθορισμένοι τρόποι μέτρησης του χρόνου, αναπαραστάσεις του κόσμου μέσα από τη γλώσσα, τους αριθμούς, την επιστήμη, την ιστορία, το μύθο -την ίδια τη κουλτούρα. Φοράμε συνθετικά ρούχα, ζούμε σε σπάταλα και απομονωμένα ενδιαιτήματα, τρώμε τοξικά τρόφιμα που παρασκευάζονται σε εργοστάσια, ξοδεύουμε το χρόνο μας σε τεχνητά και αποστειρωμένα περιβάλλοντα κάνοντας μονότονα και βαρετά πράγματα για να κάνουμε τη μηχανή της Προόδου και του Κεφαλαίου να λειτουργεί, με αντάλλαγμα χρήματα ή διπλώματα. Παίρνουμε φάρμακα για να συγκρατήσουμε τους εγκλωβισμένους άγριους εαυτούς μας να μην αυτοτραυματιστούν ή να χτυπήσουν τους γύρω τους. Έχουμε μουδιάσει τον πόνο και την κατάθλιψη μας με το αλκοόλ, ή ξεχνιόμαστε με επιφανειακές επιδιώξεις, όπως η ποπ κουλτούρα, το πρόχειρο φαγητό, τα ψώνια, ή η θρησκεία. Σίγουρα έχει αποκρυσταλλωθεί η άποψη, ότι ο Πολιτισμός πρέπει να κατάρρευσει ή να εξωθηθεί στο να καταρρεύσει, από πολλούς ”τρελούς φιλοσόφους του δρόμου” και αντιπολιτισμικούς συγγραφείς.

Αλλά αυτό που δεν φαίνεται τόσο σαφές, είναι το πώς θα μπορούσαμε να καταστρέψουμε το Πολιτισμό στη δική μας ζωή. Πώς θα μπορούσε κανείς από μας να απελευθερώσει τον εαυτό του από τη φυσική εξάρτηση από αυτόν, και τη ψυχική, την κοινωνική, την συναισθηματική, τη πνευματική και τις ψυχώσεις που προέρχονται από αυτή την εξάρτηση. Όπως ένας εθισμός, ο Πολιτισμός μας πείθει πως τον χρειαζόμαστε για να ζήσουμε.

Η χιλιάδων ετών κληρονομιά της συσσώρευσης, των πολέμων και της οικολογικής ανισορροπίας που μας έφερε εδώ, στο χείλος της καταστροφής, αντανακλά τα αποτελέσματα της σταθερά εμβαθυνόμενης αποσύνδεσης με το φυσικό κόσμο γύρω μας. Είναι αυτή η αποσύνδεση και απευαισθητοποίηση που μας επέτρεψε στη σύγχρονη, βιομηχανική κοινωνία να δικαιολογούμε έναν τρόπο διαβίωσης πολύ πέρα από τα όρια των συστημάτων υποστήριξης της ζωής του πλανήτη, και να αντικειμενοποιήσουμε και να εκμεταλλευτούμε τους μη ανθρώπινους γείτονες μας, καθώς και τους συνανθρώπους μας. Σε πολλές Πολιτισμένες κουλτούρες, η εκμετάλλευση των ζώων, ο ρατσισμός και ο σεξισμός είναι μόνο μερικές από τις πιο γνωστές εκδηλώσεις αυτής της αντικειμενοποίησης. Στη συλλογική μας ψευδαίσθηση, φανταζόμαστε τους εαυτούς μας ως υπερ-ανθρώπους, εμπιστευόμενοι τον νέο κόσμο της υψηλής τεχνολογίας για να μας επιτρέψει επιτέλους να αντικαταστήσουμε τη βρώμικη ανθρωπινότητά μας.

Μια Καρκινώδης τροχιά. . .

Στο εσωτερικό των αριστερών και φιλελεύθερων πολιτικών κύκλων, αυτή η καρκινώδης τροχιά είναι πολύ συχνά αποδεκτή ως αμετάβλητη πραγματικότητα. Μας ενθαρρύνουν να μαζέψουμε τα ψίχουλα της ενσωμάτωσης που μας ρίχνουν τα συστήματα που διατηρούν αυτή τη συνεχή φαντασίωση της ανθρώπινης ανωτερότητας και της τεχνολογικής ουτοπίας. Η Μαζική Κοινωνία και τα κινήματά της συνοψίζουν τα πάθη και τις πεποιθήσεις μας σε μια μονολιθική φωνή, με στόχο την απόλαυση ως προτεραιότητα. Οι επιθυμίες μας για λογική και ισορροπία είναι διαρκώς συνεπιλεγμένες από το «Θέαμα»- τον κόσμο των μέσων μαζικής ενημέρωσης που συγκαλύπτει τα πάντα και τις κομφορμιστικές και καταναλωτικές του αξίες που μας λένε ποιοι είμαστε και γιατί είμαστε ζωντανοί. Το να τολμήσει κανείς να ζήσει έξω από αυτό είναι είτε θέμα κοινωνικών προνομίων, ή απλά καθαρή τύχη.

Για να πάμε αυτή τη κριτική ανάλυση στο επόμενο βήμα της αντιπαράθεσης, αναζητάμε συνεχώς πρακτικά μαθήματα για δράση, μέσα από την οποία εκφράζουμε την αντίθεσή μας. Οι προσανατολισμένες στις μεταρρυθμίσεις καμπάνιες προορίζονται στο να απευθύνουν έκκληση στην «Ηθική συνείδηση» της κοινωνίας, ενώ παίζουν το ρόλο του δεξιού χεριού των πολιτικών συστημάτων που φρουρούν τα κέντρα εξουσίας. Ακόμη και οι θαρραλέες και δίκαιες άμεσες δράσεις του Μετώπου Απελευθέρωσης της Γης (ELF), ενώ στοχεύουν στις επιχειρήσεις και τα ιδρύματα που επωφελούνται από την οικοκτονία, μπορεί να φτάσουν να εναντιώνονται μέχρι στιγμής μόνο στη βάση τους: τη λογική του Πολιτισμού και όλα τα θεσμικά της όργανα. Ενώ ο Ted Kaczynski μπορεί να μίλησε εύγλωττα για ορισμένες από τις βασικές αιτίες της καταστροφής της γης, οι ενέργειές του ήταν πολύ περιορισμένες ως προς την αποτελεσματικότητά τους. Από την άποψη μιας αντι-πολιτισμικής πρακτικής, δύσκολα μπορεί να θεωρηθούν ως απειλή. Αυτό δεν υποτιμά την αξία τους. Υπηρετούν έναν αναγκαίο σκοπό: την προπαγάνδα μέσα από την πράξη. Αλλά το να εκθέτεις συμβολικά τους δράστες της οικοκτονίας είναι μόνο μία πτυχή της αντίθεσής μας στην Μεγαμηχανή. Δημιουργούμε επίσης παραδείγματα των δυνατοτήτων της ζωής έξω από και σε αντίθεση με τα θεσμικά όργανα που μας ελέγχουν.

Ένα πολύ κοινό λάθος έρχεται με τη δημιουργία «εναλλακτικών λύσεων» για τους καταστροφικούς τρόπους ζωής που εξακολουθούν να βασίζονται στη μαζική κοινωνία, τη βιομηχανοποίηση, το έθνος-κράτος. Οι προσπάθειες αυτές συνήθως αναπαράγουν απλά τη λογική της πολιτισμένης σκέψης, που υπάρχει σε μια άνετη κοινωνική εξειδίκευση. Είναι εύκολο να “επανακτηθούν” από το Θέαμα, και να προσφέρονται για κατανάλωση στην αγορά. Η αποτυχία να αμφισβητήσουμε τις πιο βασικές παραδοχές της κοινωνίας μας κρατά συνεχώς δυσαρεστημένους και εξαθλιωμένους, μας αποσπούν συνεχώς έτσι ώστε να μας αποτρέψουν από το να φτάσουμε σε αυτή τη δυσάρεστη συνειδητοποίηση.

Το οργανωμένο Έθνος-Κράτος και η βιομηχανική τεχνολογία έχουν επιτρέψει την κυριαρχία της ”πλειοψηφίας” πάνω στο άτομο, και κατέστειλαν την αυτορυθμιζόμενη, αναρχική φύση της ζωής. Εργάζονται σε αντίθεση με οποιαδήποτε φυσικά μοτίβα μπορούμε να παρατηρήσουμε στην άγρια φύση. Ακόμη και αν οι μάζες των ανθρώπων ταυτόχρονα αποδέσμευαν τους εαυτούς τους από τη βιομηχανική κοινωνία μέσα από την αυτο-οργάνωση και “εναλλακτικούς” τρόπους ζωής, θα πρέπει να είναι σαφές ότι οι εταιρικές / κρατικές εξουσίες δεν θα επέτρεπαν να συμβεί κάτι τέτοιο αμαχητί. Η ίδια η ύπαρξή τους στηρίζεται στην εξάρτησή μας από αυτά. Η “Δημοκρατία” η ίδια είναι ένας θεσμός που συνάδει τέλεια με τη λογική του πολιτισμού. Χρησιμεύει για να μας αποξενώνει από τη δική μας δύναμη πάνω στις ζωές μας, ελέγχοντας τις προσωπικές και συλλογικές μας επιθυμίες και αξίες, διοχετεύοντας τες στην αγορά ιδεών και προϊόντων.

Καταλύοντας καταστάσεις. . .

Από αυτή την άποψη, και αντιμετωπίζοντας το ως ζήτημα της κοινότητας και της υπεράσπισης του εαυτού, θα μπορούσε κανείς να αποδεχτεί τη διάλυση της υλικής υποδομής του πολιτισμού- τη βιομηχανοποίηση-πριν εκείνη καταστήσει τη ζωή πάνω στη γη και την ελευθερία του ανθρώπου, δυσλειτουργική. Αυτό δεν είναι ένα κάλεσμα να «φέρουμε την βιομηχανική κατάρρευση» αλλά μάλλον μια όντως αφυπνιστική αποδοχή του αναπόφευκτου της κατάρρευσης (ή μιας σειράς καταρρεύσεων), και ένα κάλεσμα να συγκεντρωθούμε με άλλους σε αποκεντρωμένες, βασισμένες στους βιοτόπους κοινότητες, προκειμένου να επιβιώσουμε (όσοι τελοσπάντων από εμάς το θέλουν πραγματικά). Δημιουργώντας μια πολλαπλότητα παραδειγμάτων ζωής χωρίς το υπερ-σύστημα που μόνο παίρνει και δεν δίνει τίποτα πίσω, μπορούμε να διαβιβάσουμε πληροφορίες και εμπειρίες με διαφορετικές μεθόδους οικολογικής κουλτούρας, ενώ υπερασπιζόμαστε επίσης τις κοινότητές μας από αυτούς που θα ήθελαν να τις εξουσιάσουν.

Αυτό που πήρε χιλιάδες χρόνια για να φτάσει σε αυτό το σημείο θα μπορούσε να πάρει ακόμα περισσότερο χρόνο για να αποδομηθεί. Αλλά μπορούμε να πάρουμε τη διαδικασία που ξεκίνησε δημιουργώντας, ή απλώς συμμετέχοντας σε, καταλυόμενες καταστάσεις. Μέσα από αυτές τις περιστάσεις μπορούμε να παροτρύνουμε τους ανθρώπους να αμφισβητήσουν την οικολογική σοφία μιας ανθρωποκεντρικής, εξουσιαστικά προσανατολισμένης κουλτούρας. Η υπερθέρμανση του πλανήτη, οι διακοπές ρεύματος, οι δυσλειτουργίες των υπολογιστών, και η ζημία που προκαλείται από τις ιδιοτροπίες της φύσης με τη μορφή των τυφώνων και των πλημμυρών, μπορούν να παρέχουν όλα γόνιμο έδαφος για περαιτέρω και πιο διαρκή, αποσταθεροποίηση της βιομηχανικής υποδομής. Αυτή η υποδομή είναι πολύ απτή, και ως εκ τούτου φυσικά ευάλωτη. Με αρκετά άτομα να ενεργούν άμεσα και ταυτόχρονα, σε όλο τον κόσμο, τα διασυνδεδεμένα συστήματα κυριαρχίας θα μπορούσαν, θεωρητικά, να συντριβούν. Χωρίς αυτή τη μεγαμηχανή να επισκιάζει το όραμά μας για το πώς να ζήσουμε σε ισορροπία, οι άνθρωποι μπορεί απλά να αρχίσουμε να ξεμεθάμε από τις ισχύουσες συλλογικές ψευδαισθήσεις μας. Η δυνατότητα για μια ζωή έξω από τους θεσμούς που μας ελέγχουν μπορεί απλά να έχει πολύ περισσότερο νόημα, και να μας ωθήσει στο να αρχίσουμε να ζούμε με μια ρεαλιστική, βιοκεντρική εικόνα του εαυτού μας στο πλανήτη Γη.

Πολλοί ριζοσπάστες και αναρχικοί δε βλέπουν κανένα νόημα ακόμη και να προβούν σε τέτοιες ενέργειες, σκεπτόμενοι ποια είναι η νοοτροπία για το μέσο όρο στην βιομηχανική κουλτούρα. «Οι άνθρωποι δεν θέλουν να καταστρέψουν τον πολιτισμό,” ισχυρίζονται οι ήδη ηττημένοι. Αλλά σκεφτείτε το εξής: (1) μόνο και μόνο επειδή φαίνεται ότι σε αυτό το σημείο στο χρόνο οι περισσότεροι σύγχρονοι άνθρωποι δεν θέλουν να καταστρέψουν τον πολιτισμό, αυτό δεν σημαίνει ότι το ίδιο θα ισχύει για πάντα και (2) αν κάποιος πιστεύει βαθιά ότι ο πολιτισμός πρέπει να σταματήσει προκειμένου οι ανθρώποι να είναι πραγματικά ελεύθεροι και να ζουν σε αρμονία μέσα στη φύση, γιατί θα πρέπει να αρνηθούμε τις πεποιθήσεις μας δουλεύοντας για έναν “πιο ρεαλιστικό”, λιγότερο ασφυκτικό (για τις δυτικές κοινωνίες) κόσμο, παρατείνοντας έτσι τις οδυνηρές επιπτώσεις του πολιτισμού σε ολόκληρο τον πλανήτη;

Και εκτός αυτού, τι είναι πιο μη-ρεαλιστικό από το να πιστεύει κανείς ότι υπάρχει επαρκής χρόνος (πριν από την κατάρρευση των συστημάτων που υποστηρίζουν τη ζωή του πλανήτη μας, ή τον πλήρη τεχνοκρατικό έλεγχο της φυσικής πραγματικότητας, όποιο και αν συμβεί πρώτο) ώστε να οικοδομήσει ένα διευρυμένο, πολυ-εθνικό, πολυφυλετικό, έμφυλο, διαηλικιακό κοινωνικό κίνημα; Κάποιο που να είναι τόσο συνεκτικό και ισχυρό που να μπορεί να αντισταθεί στους εξαιρετικά τεχνοκρατικούς μηχανισμούς της κρατικής καταστολής για αρκετό καιρό ώστε να επιτρέψει σε εκατομμύρια να αναδιοργανωθούν σε αποκεντρωμένα, αναρχο-κομμουνιστικά, εργατικά ελεγχόμενα, οικολογικώς αρμονικά, αταξικά, διεθνή δίκτυα συνδικάτων που να μπορούν να διατηρήσουν ένα παγκόσμιο μη-καπιταλιστικό σύστημα εμπορίου που δεν θα συμβάλλει στην υποβάθμιση της γης, ή θα απαιτεί οι άνθρωποι να εργάζονται με τρόπο που να σκοτώνει το πνεύμα τους, σε μονότονες θέσεις εργασίας για να το συντηρήσουν, και θα διατηρεί τις επιμέρους ατομικές ελευθερίες, καθώς και την επιστροφή των κλεμμένων τόπων των ιθαγενών, και θα φροντίζει για τη διαχείριση επανορθώσεων στους Αφρικανούς και σε άλλους για τη δουλεία και άλλες φρικαλεότητες . .Είναι μια ωραία φαντασία. . .

Σκορπίζοντας Σπόρους . .

Στο χρόνο που μας απομένει πριν το άγριο χάος της φύσης πάρει πίσω τον έλεγχο από τα χέρια του ανθρώπινου είδους (μιας μικρής οργανωμένης ελίτ αυτού), θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε κάτι αν αναρωτηθούμε τι σπόρους μπορούμε να σκορπίσουμε εδώ που κάποια μέρα θα φυτρώσουν από το χώμα της παρακμιακής κοινωνία μας.

Οράματα ενός μετα-πολιτισμικού κόσμου έχουν γίνει όλο και πιο ζωντανά για πολλούς από εμάς που προσπαθούμε να ζήσουμε με οικολογική ισορροπία, χωρίς τα κλουβιά της εξημέρωσης που φυλακίζουν τις ψυχές μας. Η “επιστροφή στην αγριότητα” δεν είναι μια πολιτική στρατηγική με σκοπό την οργάνωση των μαζών ή την άσκηση «ελευθερίας του λόγου». Είναι μια ώθηση προς την προσωπική και κοινοτική απελευθέρωση που κοιτάζει στο παρελθόν για έμπνευση και σοφία, και προς το μέλλον για να προσαρμοστούμε και να προετοιμαστούμε για νέες και δραστικές αλλαγές στην καθημερινή μας ζωή. Επίσης, εξετάζει την κατάσταση ως έχει τώρα, και αποδέχεται τόσο την εξαθλίωση που έχουμε κληρονομήσει, όσο και τις δυνατότητες που έχουμε να δουλέψουμε. Σπάζοντας τα δεσμά της εξημέρωσης βοηθιόμαστε να επιβιώσουμε τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά μέσα στη σπατάλη και τη πλήξη. Μας επιτρέπεται να αντιμετωπίσουμε την ανεπαίσθητη, ψυχική λογική του Πολιτισμού μέσα μας, και να διεκδικήσουμε εκ νέου τον Εαυτό μας από τον ψεύτικο εαυτό που μας δίδαξαν να δημιουργήσουμε και να προβάλουμε στον κόσμο.

Σε αντίθεση με υπερ-ανταγωνιστικά συστήματα, όπως ο καπιταλισμός, η ανταλλαγή και η συνεργασία κάνουν τη ζωή ευκολότερη. Αυτή είναι μια πολύ παλιά ιδέα, φυσικά-ίσως ακόμη και ενστικτώδης στο είδος μας. Αν δούμε μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα σύγχρονα αποκεντρωμένα DIY δίκτυα δεν θα μπορούσαν μόνο να καταστήσουν τον πολιτισμό άχρηστο, αλλά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να τον ανατρέψουν – λίγο πολύ με τον ίδιο τρόπο που οι Μαύροι Πάνθηρες ή το Κίνημα των Αμερικανών Ινδιάνων περιλαμβάναν στη στρατηγική τους προγράμματα πρωινού γεύματος το πρωί για τα παιδιά και πολιτιστική εκπαίδευση βασισμένη στη κοινότητα, ή όπως ζούσαν οι γερμανικές αυτόνομες κοινότητες στα 80s. Η Τροφή, η στέγαση, η εκπαίδευση, η υγεία, το εμπόριο, η επικοινωνία, η μουσική, και η τέχνη μπορούν όλα να ειδωθούν στα πλαίσια της μεταβιομηχανικής πραγματικότητας. Δεν είναι στο χέρι μας να καταλάβουμε πώς, και αν, αυτά τα πράγματα θα λειτουργήσουν στο μέλλον για οποιονδήποτε άλλον εκτός από εμάς και τις άμεσες κοινότητές μας, αλλά μπορούμε να ξεκινήσουμε το έργο της εξερεύνησης τώρα, και να το μοιραστούμε με τον κόσμο γύρω μας.

Πέρα από την ”Κοινωνία “…

Ένα μεγάλο μέρος αυτής της εξερευνητικής διαδικασίας μπορεί να περιλαμβάνει μια βαθιά αμφισβήτηση της ίδιας της ύπαρξης ορισμένων στοιχείων της σύγχρονης ζωής συχνά αδιαμφισβήτητων, όπως είναι τα συστήματα παραγωγής τροφίμων, η εκπαίδευση και η τεχνολογία, η μαζική κοινωνία και η «κουλτούρα» η ίδια. Αντί απλώς να προσπαθούμε να προσαρμόσουμε αυτά τα στοιχεία στη ζωή μας με ένα πιο συμμετοχικό και οικολογικό τρόπο, μπορούμε να ενσωματώσουμε στις πολιτιστικές συζητήσεις μας μια ενεργό αυτο-αμφισβήτηση των απαρχών και των λειτουργιών των δραστηριοτήτων αυτών στην καθημερινή μας ζωή. Ακόμη και χωρίς να λάβουμε δραστικά μέτρα, όπως την εγκατάλειψη της γεωργίας και της σύγχρονης ιατρικής, μπορούμε να πάμε μια διαδικασία ξε-μαθήματος και αποδόμησης της κοινωνικοποίησης μας -της εξημέρωσης μας-πολύ πέρα από αυτό που οι περισσότεροι ριζοσπάστες έχουν διαβεί στο παρελθόν. Πηγαίνοντας εκεί απ’ όπου άλλοι έχουν φύγει, μπορούμε να μετακινηθούμε από το βιγκανισμό και τη βιολογική γεωργία στην αστική/προαστιακή βρώσιμη φύτευση και την τροφοσυλλογή, από τα σχολεία τύπου Waldorf και Montessori σε ”αποσχολειοποίηση΄΄ και συλλογικά προγράμματα κατ ‘οίκον διδασκαλίας βασισμένα σε έναν αυτο-κατευθυνόμενο, βασισμένο στην οικολογία τρόπο μάθησης, από το θέατρο της κοινότητας και τα ανακυκλωμένα αντικείμενα τέχνης στο αόρατο θέατρο και το σουρεαλισμό.

Η εκμάθηση και η εξάσκηση σε τρόπους ζωής βασισμένους στη γη μπορεί να μας βοηθήσει να αποκτήσουμε μια πιο άμεση αντίληψη της ζωής, χωρίς τις δομές του πολιτισμού, εμπνευσμένη από τη σοφία αυτών που την έχουν ζήσει. Έχοντας ήδη εξημερωθεί, δεν μπορούμε ποτέ να επιστρέψουμε σε μια καθαρά «άγρια» ύπαρξη. Αντ ‘αυτού, το να “εναγριωθούμε” είναι ένας τρόπος απόδρασης από τα πυκνά στρώματα της εξημέρωσης μας. Τραβώντας προς τα πίσω την αποξένωση μας από τους κύκλους και τις ιστορίες της φύσης μόλις λίγα στρώματα, μπαίνουμε στο βασίλεια της μόνιμης καλλιέργειας (permaculture), βρώσιμη φύτευση, τη συλλογή άγριων τροφών, τη φυσική δόμηση, ακόμη και το κυνήγι διαβίωσης. Αυτές οι εμπειρίες μπορούν να μας βοηθήσουν να επιλύσουμε τη βασική κρίση στις ψυχές μας, ή αυτό το οποίο η Chellis Glendenning αναφέρει ως ”το αρχικό τραύμα,” στο σημαντικό βιβλίο της ”Το όνομά μου είναι Chellis και προσπαθώ να συνέλθω από το Δυτικό Πολιτισμό”.

Σε προσωπικό επίπεδο, μια ηθική του να ”λέμε την αλήθεια” και της “ριζοσπαστικής ειλικρίνειας” μπορεί να μεταμορφώσει τις εξαιρετικά μεσολαβούμενες διαπροσωπικές σχέσεις μας σε άμεσα ζωντανές, διαδραστικές και συμμετοχικές ανταλλαγές. Αυτές οι μεταμορφώσεις μπορεί να επιτρέψουν ένα βαθύτερο και πιο ισχυρό επίπεδο θεραπείας και συνεργασίας. Χωρίς την ανία των κοινωνικών σχέσεων που συμπληρώνουν απλά το χρόνο ανάμεσα στην εργασία και το σχολείο, οι συνδέσεις μας μπορούν να ρίξουν κεραυνούς, προσωπικά και κοινωνικά.

Το καθήκον που βρίσκεται μπροστά μας είναι τόσο παλιό όσο και νέο. Είμαστε οτιδήποτε έχει έρθει πριν από μας, και την ίδια στιγμή, είμαστε κάτι που δεν έχει ξαναέρθει ποτέ. Μέσα σε μια διαδικασία συνεχούς αυτο-αμφισβήτησης, μπορούμε μόνο να γίνουμε πιο ανοικτοί στο άπειρο των πιθανών μελλόντων.

Μετάφραση από το βιβλίο – συλλογή κειμένων  ”Igniting a revolution- voices in defence of the earth”, 2006, AK Press, σελ. 198-203

Ο εθισμός και το κράτος

Πηγή: Contra Info

Πηγή πρωτότυπου: Anarchistnews

time-debt-work-1024x768

Ως ιδεαλιστής κι αναρχικός, δεν μπορώ παρά ν’ αντιταχτώ σθεναρά στη χρήση κάθε λογής ψυχαγωγικής ντρόγκας και φαρμακευτικού σκευάσματος, κάθε μορφής εθιστικών, βλαπτικών περισπασμών. Με λυπεί η χρήση τέτοιων ουσιών εξαιτίας των βλαβερών, αδρανοποιητικών τους επιπτώσεων στο προχώρημα και μεγάλωμα του ατόμου και της κοινότητας. Οι εθισμοί διαμορφώνονται, είτε ως οπιούχα είτε ως τηλεόραση, για να ανακουφίσουν την ταλαιπώρια της επιβαλλόμενης εργασίας, ν’ απαλύνουν το βάρος της καταναγκαστικής εκπαίδευσης, να συνδράμουν τον καθέναν να λησμονήσει την αλλοτρίωση κι απομόνωσή του έστω και για μια στιγμή. Ως εκ τούτου, οι εθισμοί διαμορφώνονται για ν’ αμβλύνουν τον πόνο που προξενεί η συνθήκη της σκλαβιάς – η σκλάβωση στην οικογένεια, η σκλάβωση στην Κοινωνία, η σκλάβωση στην κυβέρνηση, η σκλάβωση στο Κεφάλαιο. Οι εθισμοί, κατά συνέπεια, εντείνονται και πολλαπλασιάζονται σαν καρκινώματα, για να ξορκίσουν τις τρομακτικές αυτοκτονικές βλέψεις που ασυνείδητα γεννιούνται στο χωράφι, στη φάμπρικα, στη σχολική τάξη. Είναι σκληρή απόφαση να την πάρει κανείς: να σκοτώσει πρόθυμα την ψυχή του ή να θυσιάσει το σώμα του.

Οι εθισμοί κάνουν αναμφίβολα ζημιά λόγω των επιπτώσεών τους στην υγεία, αλλά ακόμα περισσότερο στο άτομο και στην κοινότητα. Όταν ένα άτομο μουδιάζει το μυαλό του με φουμάρισμα ή με προβαλλόμενες εικόνες, αφαιρεί απ’ τον εαυτό του την ικανότητα να αυτομορφωθεί κατά τη διάρκεια της αναψυχής του. Όταν μια κοινότητα μουδιάζει το συλλογικό της ποιόν, όποιο κι αν μπορεί να ’ναι αυτό, μετέχοντας συλλογικά σ’ έναν περισπασμό, τότε αφαιρεί απ’ το ίδιο της το είναι την ικανότητα να διαδοθούν ιδέες, να στηριχτεί μια αμοιβαία εκπαίδευση και ν’ ανοίξουν δρόμοι για τους νέους. Όταν ένα άτομο ή μια κοινότητα παρεμποδίζουν τις ίδιες τους τις λειτουργίες, τότε αποτρέπουν τον εαυτό τους απ’ την καταστροφή ή τη δημιουργία, και έτσι δίνουν πάτημα για την εδραίωση της κρατικής εξουσίας και τον αυξανόμενο εθισμό και μειωμένο αυτοκαθορισμό των μαζών. Οι εθισμοί ορθώνουν άμεσους φραγμούς στην επανάσταση, αφού εμποδίζουν ένα άτομο απ’ την προσπάθεια καλυτέρευσης του εαυτού του, κι ως εκ τούτου εμποδίζουν μια κοινότητα ατόμων να πάει παραπέρα. Κι αυτό αναχαιτίζει επίσης την ελεύθερη οικοδόμηση κοινοτήτων, πράγμα που με τη σειρά του επιτρέπει τη διαιώνιση της μόνιμης Κοινωνίας και της εντεινόμενης στασιμότητάς της. Αυτό το γεγονός από μόνο του αποτελεί τη βάση της εξουσίας του κράτους και της επιρροής του Κεφαλαίου μεταξύ ατόμων και κοινοτήτων, κι αυτός είναι ο λόγος που οι αναρχικοί δεν μπορούν παρά να εναντιώνονται σ’ όλες τις μορφές εξάρτησης, γιατί ο εθισμός από μόνος του είναι ένα θεσμικό όργανο το οποίο διευκολύνει τη συνέχιση της εξουσίας.

Το κράτος κάνει χρήση θεσμών όπως η αστυνομία, ο στρατός, η εκπαίδευση, ο γάμος, η οικογένεια κ.λπ. ως μέσων καταπίεσης και διατήρησης της Αρχής του, κι αυτή η χρήση εξαρτιόταν πάντοτε απ’ τον εθισμό. Οι ίδιοι οι θεσμοί έχουν σχεδιαστεί ώστε να διαιωνίζουν την επαφίεση στο κράτος, το οποίο είναι εξίσου μια μορφή εξάρτησης, και τα στελέχη τους προέρχονται από διάφορα εθισμένα δημογραφικά στοιχεία. Ο εθισμός στο χρήμα εκτρέφει καπιταλιστές και επιτάσσει τράπεζες. Ο εθισμός στο σεξ εκτρέφει πόρνες και επιτάσσει μπουρδέλα. Ο εθισμός στην κακοποίηση και στη βία εκτρέφει μπάτσους και στρατιώτες κι επιτάσσει πόλεμο, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Ο εθισμός στη διαιτησία, στην επιτήρηση και στην τιμωρία εκτρέφει δικαστές, γραφειοκράτες και νομοθέτες και επιτάσσει δικαστήρια, φυλακές και κυβερνητικά σώματα. Κι ο εξαναγκαστικός εθισμός τού να τίθεται κανείς υπό έλεγχο εκτρέφει άβουλα, απαθή άτομα και τα υποχρεώνει να τρέχουνε σαν αρουραίοι για να κάνουνε κονόμα, εξωθώντας τα σε θεσμούς εθισμού και τελικώς στους καταμερισμένους τάφους τους. Ο κύκλος του εθισμού και της εξάρτησης πρέπει να σπάσει προκειμένου ν’ απαλλαγούμε από καταπιεστικούς θεσμούς, το Κεφάλαιο, το κράτος και την Κοινωνία. Ο εθισμός στην άνεση, στην ευκολία και στη βολή οδηγεί φυσικά στη μονιμότητα της Κοινωνίας, η οποία υπαγορεύει την άνοδο του Κεφαλαίου και τη διακυβέρνηση ώστε να εξασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων. Η μόνιμη Κοινωνία και η εγκαθίδρυση του Κεφαλαίου και του κράτους, με τη σειρά τους, επιτρέπουν την καταπίεση της πλειοψηφίας από μια μειοψηφία. Τελικά, η καταπίεση και η επακόλουθη στέρηση επιφέρουν εθισμό, που με τη σειρά του διαιωνίζει την Κοινωνία και όλες τις μορφές της εξουσίας, κι ακόμη, απαιτεί τη συντήρησή τους. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, όσο περισσότερο ένα άτομο εξαρτάται από μια ουσία, είτε πρόκειται για μαριχουάνα, ένα κινητό τηλέφωνο ή την αστυνομία, τόσο λιγότερο ικανό είναι να γίνει αυτάρκες και ανεξάρτητο απ’ το κράτος και την εξουσία, επειδή λογαριάζει στη συνεχή διαθεσιμότητα της συγκεκριμένης του ουσίας. Τούτο ενδυναμώνει τις κυβερνήσεις, διότι ένας εξαρτημένος δεν πρόκειται να τα σπάσει τόσο εύκολα με τον προμηθευτή του, και ενισχύει τον καπιταλισμό μιας κι ένας εξαρτημένος θα πληρώσει οποιοδήποτε τίμημα για τον εθισμό του. Το κράτος εξαρτάται απ’ τον εθισμό, επειδή αυτός καθιστά τις μάζες εξαρτώμενες απ’ το κράτος. Αρχικά αυτό γινόταν με ό,τι θα μπορούσε να ονομαστεί «φυσικές εξαρτήσεις», όπως τα τρόφιμα, το νερό, μια ανάπαυλα, οτιδήποτε ένα άτομο επιθυμεί που δε συνιστά τόσο πολύ εθισμό, όσο αυτονόητη επιθυμία. Όμως τώρα, στη μεταμοντέρνα εποχή, πράγματα όπως ταχύτητα, τεχνολογία, προστασία, ακόμα και καλά συναισθήματα –πράγματα που κανονικά δε θεωρούνται αναλώσιμα– έχουν εμπορευματοποιηθεί και μετουσιωθεί σε κάτι που μπορεί να προκαλεί την εξάρτηση ενός προσώπου.

Δεν είναι φρέσκια κι ούτε έχει αλλάξει όλα αυτά τα χρόνια της κοινωνικής πάλης η μέθοδος του κράτους ως προς το χειρισμό ουσιών, είτε χειροπιαστών όπως η κοκαΐνη είτε πιο αφηρημένων όπως η διάσπαση του ενδιαφέροντος απ’ την πραγματικότητα που παρέχει ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής. Απεναντίας, οι εθισμοί είναι που έχουνε αλλάξει ανάλογα με τα γούστα των παραζαλισμένων μαζών. Ορισμένες ουσίες έχουν παραμείνει ως πάγιο εργαλείο περισπασμού και καταπίεσης –σεξ, αλκοόλ, πλουτισμός, τα ιδανικά της άνεσης, πολυτέλειας κι αναψυχής (όλα τους ψευδή)– ενώ πλάι σ’ αυτές έχουνε γεννηθεί καινούργιες εξαρτήσεις. Η τεχνολογία, ιδίως η τηλεόραση και το διαδίκτυο, έχουν αντικαταστήσει τα θεάματα της δημόσιας τιμωρίας, των μονομαχιών και άλλων παρόμοιων, βαρβαρικών ή απλά χυδαίων, αποσπάσεων της προσοχής απ’ την πραγματικότητα, όπου μπορεί κανείς να παρακολουθήσει, να διαβάσει, να γράψει και να κινηματογραφήσει οτιδήποτε τον κάνει να κλαίει από χαρά, να σκιάζεται από τρόμο ή να υγραίνεται από λαγνεία και διαστροφή.

Δεν αρκεί να υποτεθεί πως η ανθρωπότητα είναι απλά ένα είδος εξαρτημένων, ή ότι λόγω της διάνοιάς μας είμαστε καταδικασμένοι ν’ αναζητάμε μιαν απόδραση απ’ την πραγματική ζωή. «Άγριες» φυλές υπήρξαν πέρα από δάση και πεδία ψυχεδελικών, και εντός περιστάσεων που μπορούσαν να οδηγήσουν σε ακολασίες και διαστροφές, ωστόσο ποτέ δεν επιθυμήσανε, ποτέ δεν μπήκανε στον πειρασμό να χρησιμοποιήσουνε τέτοιες ουσίες πέρα απ’ τα προφανή τους οφέλη, ούτε και να δημιουργήσουνε θεσμούς εκμετάλλευσης. Αυτό πρέπει να οφείλεται στην έλλειψη καταπίεσης, στην έλλειψη ανισότητας και στέρησης, στην έλλειψη ανταγωνισμού μεταξύ τέτοιων πληθυσμών. Επομένως, είναι η πανταχού παρουσία της εν λόγω δυσχέρειας, ανομοιότητας και θηριωδίας στη νεωτερικότητα που έχει προξενήσει την Κοινωνία των εξαρτημένων όπως υφίσταται σήμερα. Πουθενά στη γη δεν μπορεί κανείς να βρει ένα άτομο που να μην είναι εθισμένο σε καφεΐνη, παυσίπονα ή ψυχαγωγικά ναρκωτικά κάποιου είδους, μήτε μια κοινότητα που να μην είναι εθισμένη σε τεχνολογία, ηλεκτρική ενέργεια και μηχανικό εξοπλισμό, τουλάχιστον εν μέρει, αν όχι συνολικά.

Ολάκερος ο κόσμος φέρει το στίγμα των εξαρτήσεων και των ουσιών που απαιτούνται για να διατηρηθεί το Κεφάλαιο και το κράτος, αλλά αυτές δεν είναι πουθενά αλλού τόσο διαδεδομένες όσο στη Δύση. Ο εθισμός των μαζών στις ιδέες της καλοπέρασης, του πλούτου και της αναψυχής έχουν εκδηλωθεί μέσω της ασυνείδητης διαπίστωσης ότι αυτές είναι αδιαμφισβήτητα ανέφικτες για την πλειονότητα με φυσικούς εθισμούς στα ναρκωτικά, τα οποία μας κάνουν χαλαρωμένους και απαθείς, με την τεχνολογία, που μας κρατάει αδιάφορους και οκνηρούς, τους θεσμούς που μας κρατάνε υποταγμένους. Μήτε και οι πλούσιες τάξεις είναι απαλλαγμένες από εθισμούς. Πράγματι, μπορούν να πιστωθούν την προώθηση όχι μόνο της κατάχρησης ουσιών περισπασμού, αλλά και των θεσμών που τις διαιωνίζουν. Συνεπώς, δεν αποτελεί έκπληξη τ’ ότι η Δύση είναι το κέντρο της εθισμένης Κοινωνίας, μιας και για τον υπόλοιπο κόσμο είναι ό,τι οι ευκατάστατοι για τους φτωχούς εδώ ως προς τα πλούτη. Η Δύση είναι η τιτλούχος μεριά της στερούμενης ακίνητης περιουσίας, εθισμένης γης. Καταναλώνουμε ντρόγκες και την έννοια της άνεσης με την ταχύτητα που οι πλούσιοι καταβροχθίζουν τις πραγματικότητες τέτοιων ιδανικών, γιατί διευκολύναμε εμείς την ανέχεια των παγκοσμίως στερημένων με τη διαιώνιση και τον εθισμό μας στην εξαχρείωση.

Έτσι, φυσικά, εναπόκειται στους αναρχικούς –τους απελπισμένους αποστάτες και αντάρτες– να συντρίψουν τον κύκλο της εξάρτησης, να κάψουν όλους αυτούς τους περισπασμούς κι εθισμούς, προκειμένου να καταργήσουν το Κεφάλαιο και το κράτος. Ακατάπαυστα θα υπάρχει η Αρχή, όσο η ανθρωπότητα υπάγεται στην εξουσία των εξωτερικών ουσιών, όσο η ανθρωπότητα ακόμα προσπαθεί να αποδράσει απ’ την πραγματικότητα αντί να συγκρουστεί με την καταπίεση με όλες της τις δυνάμεις και την αποφασιστικότητα. Εναπόκειται στις ελεύθερες γυναίκες και στους ελεύθερους άνδρες, στους ανθρώπους που δεν αναγνωρίζουν καμιά εξουσία και δεν τρέφουνε κανένα σεβασμό απέναντι σε ανωτέρους παντός είδους, να εγκαταλείψουν τη σύγχρονη Κοινωνία του εθισμού και να σχηματίσουν νέες κοινότητες αυτοδυναμίας, αμοιβαίας βοήθειας, αλληλεγγύης και οικουμενικού σεβασμού. Οι αναρχικοί θα πρέπει να διαιωνίζουν τη διαχρονική επανάσταση, που είναι η διαρκής μάχη ενάντια σε κάθε καταπίεση. Οι αναρχικοί δε θα πρέπει μονάχα να υποστηρίζουν και να διαδίδουν το ιδεώδες της αναρχίας, οφείλουν να το πραγματώνουν κιόλας και να το βιώνουν, ώστε να μην καταντήσει εντέλει η έννοια ενός ελευθεριακού σοσιαλιστικού κόσμου άλλος ένας περισπασμός. Οι αναρχικοί πρέπει να επιδιώκουν την καταστροφή της Κοινωνίας και την εδραίωση της διαρκούς επανάστασης, προκειμένου να μη γίνει η αναρχία άλλη μία καπνιστή ουσία εθισμού.

Πράγματι, το ιδεώδες της αναρχίας –που είναι η ύπαρξη ενός ελεύθερα οργανωμένου, ειρηνικού και δίκαιου κόσμου– έχει πάντοτε χρησιμοποιηθεί απ’ το κράτος για να αποσπά την προσοχή των μαζών από τη δυστοπία στην οποία βρίσκονται περιορισμένες. Τι είναι η δημοκρατία αν όχι η επίσημη, υπεσχημένη εξουσία του λαού; Τι είναι το μισθωτό σύστημα αν όχι ένα αυξητικό βήμα από τη δουλεία προς την πλήρη χειραφέτηση; Τι είναι ο ρεπουμπλικανισμός αν όχι η μείωση της ανομοιότητας μεταξύ του περιττού και του στερημένου; Για το λόγο αυτόν, οι αναρχικοί θα πρέπει να αποφεύγουν την εξιδανίκευση αντί της πραγμάτωσης της αναρχίας: να ανακτήσουν την ιδέα, και την πραγματικότητα, της ελευθέρωσης από τις εκμεταλλεύτριες τάξεις, και να μην επιτρέψουν να μετατραπεί σ’ ένα μέσο περισπασμού και άρα στασιμότητας.

Οι αναρχικοί είχανε πάντοτε ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο μπροστά τους. Είναι πολύ ευκολότερο να χειραγωγήσει κανείς τις μάζες, μαζί και τον εαυτό του, με περισπασμούς, υποσχέσεις και ουσίες από το ν’ αποκηρύξει τον εθισμό σε όλες του τις άθλιες, παραλυτικές μορφές. Είναι πολύ απλούστερο να κάνει κανείς τη ζωή του πιο άνετη εις βάρος άλλων, ή να σκύψει το κεφάλι ενώπιον της θεότητας της εξουσίας και ισχύος, από το ν’ αποτινάξει όλες τις ανέσεις και τα προνόμια προκειμένου να εξυψώσει τους συγχρόνους του σε βάρος του εαυτού του. Παρά τις δυσκολίες, αυτό είναι εν πολλοίς το αναρχικό άτομο. Πρέπει να χλευάζουμε όλα τα μέσα της καταπίεσης, τ’ αυτοπροκαλούμενα ή όσα προήλθαν από εξαναγκασμούς. Οφείλουμε να εμπνεύσουμε στις εθισμένες μάζες την κοινωνική εξέγερση μέσα από την προσωπική μας αποτροπή όλων των περισπασμών. Ένα άτομο δεν είναι πραγματικά ελεύθερο ωσότου ελευθερωθεί από κάθε μορφή καταπίεσης, εσωτερική και εξωτερική. Είναι στο χέρι των αναρχικών να επιδράσουν θετικά στις μάζες, την ίδια ώρα που οι ελίτ συνεχίζουν να τις επηρεάζουν αρνητικά, προκειμένου να τους εμφυσήσουν μιαν εκτίμηση της πραγματικότητας και όλων όσων συνεπάγεται, αντί της επιθυμίας να την αποφύγουν. Αυτός ο κύκλος –του εθισμού που αναπαράγει εξάρτηση και στη συνέχεια διαιωνίζει την επαφίεση στο κράτος– μπορεί να σπάσει μόνο μέσα από την εκδήλωση της αναρχίας ως πραγματικότητας, όχι ως μακρινής ουτοπίας που αναμένεται με προσμονή και υπακοή σαν να είναι κάνας παράδεισος, ή υπαλληλική σύνταξη, ή άλλου τύπου αποζημίωση ύστερα από μια ζωή υποταγής και δουλείας.

Ως εκ τούτου, η αναρχία είναι η αντίθεση του εθισμού. Είναι αναμόρφωση απαλλαγμένη από επαγγελματίες και φυλακές. Είναι ελευθερία όχι μόνο από το Κεφάλαιο, το κράτος, την Κοινωνία και τα θεσμικά τους όργανα, αλλά και απ’ όλους τους περιορισμούς και τις χαλιναγωγήσεις. Είναι απεριόριστη ελευθέρωση που δεν μπορεί κανείς να την υποσχεθεί, να την εγγυηθεί ή να την προσμένει, αλλά οφείλει αντίθετα να την επιδιώκει, να την οραματίζεται και να την πραγματώνει με συνεχή αγώνα, αέναη επανάσταση, και την κατάργηση όλων των διασπαστικών, εθιστικών μορφών καταπίεσης και εξουσίας. Η αναρχία είναι η άρνηση του περισπασμού και η επιβεβαίωση της αυτοδιάθεσης και αυτοδυναμίας. Είναι η ανεπιφύλακτη απόδραση στην πραγματικότητα από τους σουρεαλιστικούς βίους εξαθλίωσης και κατήφειας τους οποίους διάγουμε. Η αναρχία είναι ατομική ενδυνάμωση και κοινοτική έλξη. Είναι η εχθρός της Κοινωνίας, επειδή η Κοινωνία αποτελεί τη δεσποτική νέμεση της ατομικότητας. Οι αναρχικοί είναι τ’ αρπακτικά που επιτίθενται εξίσου στα πρόβατα όπως και στο βοσκό, προκειμένου να έρθουνε σε ρήξη με ό,τι τους διαιρεί…

Φωτιά στον εθισμό και στην Κοινωνία, για την άρνηση κάθε εξουσίας!
Δύναμη στο άτομο, για την αναρχία!

Louis Redd, απλά ένας αναρχικός
(επικράτεια του Μισσισάουγκα, Καναδάς, 2 Φλεβάρη 2013)

Ολική Απελευθέρωση – Κείμενο της Συνέλευσης για την Αντισπισιστική Δράση

Πηγή: Συνέλευση για την Αντισπιστική Δράση

Το παρόν κείμενο είναι γραμμένο από την Συνέλευση για την Αντισπιστική Δράση, και βρίσκεται στο δεύτερο τεύχος της Μπροσούρας «Μηδενιστική Πορεία για τη Διάχυση της Φωτιάς και του Χάους», στην σελίδα 56. 

Ολική Απελευθέρωση

Η «ολική απελευθέρωση» δεν είναι, ούτε ήταν ποτέ, ένας όρος που χρησιμοποιούμε από συνήθεια ή μία λεκτική διατύπωση που αναπαράγουμε για λόγους εκφραστικής ευκολίας. Πρόκειται για ένα πρόταγμα και έναν αγώνα του οποίου το περιεχόμενο είναι πολύ συγκεκριμένο και του οποίου η ευρύτητα όχι μόνο δεν αναιρεί τον συγκεκριμένο χαρακτήρα του, αλλά αντίθετα τον ενισχύει.

Αυτονόητα απορρίπτει κάθε είδους ιεραρχία και εξουσιαστική δομή, ξεκινώντας από τον σκληρό «πυρήνα» του κράτους και τις παραφυάδες του. Εξίσου απορρίπτει στο σύνολό τους τις καπιταλιστικές -αλλά όχι μόνο- οικονομικές δομές και μαζί τους ολόκληρο το πλέγμα των τυποποιημένων σχέσεων και συμπεριφορών που δημιουργούνται σε κάθε επίπεδο γύρω από αυτές.

Στο βαθμό που το ίδιο το κοινωνικό οικοδόμημα λειτουργεί καταπιεστικά, στο βαθμό που αποτελεί εργαστήριο κατασκευής διακρίσεων και αναπαραγωγής εξουσιαστικών αντιλήψεων και πρακτικών βασισμένων σε αυτές τις διακρίσεις, αποτελεί μία δομή που δεν εξαιρείται από την κριτική μας και ως δομή, τοποθετείται στη θέση που της αρμόζει.

Το κράτος δε στηρίζεται μόνο στις προσταγές των διοικητών του, αλλά και στο συμβιβασμό, την εθελοδουλεία και την υποτακτικότητα της κοινωνίας, που εκτός από το ότι δεν αντιδρά και αποδέχεται τους νόμους να την ορίζουν, αναπαράγει και συντηρεί εξουσιαστικές σχέσεις και αντιλήψεις (ρατσισμός, πατριωτισμός, σεξισμός, σπισισμός, θρησκεία, ιδιοκτησία κλπ.). Πρόκειται για τους υπηκόους του κράτους, για τη συντριπτική πλειοψηφία, για το πολύβουο και σιωπηλό ταυτόχρονα πλήθος που εκφράζεται μέσα από την κοινή γνώμη και τη σιγουριά των στατιστικών. Αρνούμαστε όλους τους κοινωνικούς ρόλους και κάθε αλλοτριωμένη σχέση που βασίζεται σε αυτούς.

Έχουμε απέναντί μας ένα σύστημα που έχει αποδείξει την ικανότητά του να απορροφά κραδασμούς και διαχρονικά επιδεικνύει και επιβεβαιώνει τον εγγενή κατασταλτικό χαρακτήρα του απέναντι σε οποιαδήποτε, οποιονδήποτε και οτιδήποτε μπορεί να απειλήσει την ευστάθεια και την ύπαρξή του. Οτιδήποτε ρεφορμιστικό έρχεται απλά να διευκολύνει τη λειτουργία της κοινωνικής μηχανής, η οποία παράγει δούλους και αφέντες.

Τοποθετώντας ως κεντρικό άξονα της ανάλυσής μας την ατομική συνείδηση, απορρίπτουμε οποιαδήποτε απόπειρα μαζοποίησης και ακύρωσης της ατομικότητας, είτε βασίζεται σε ταξικά, είτε σε εθνικά, είτε σε άλλου είδους χαρακτηριστικά. Όχι μόνο επειδή ισοδυναμεί με προσπάθεια προσωποποίησης ανύπαρκτων υποκειμένων, αλλά και επειδή ταυτόχρονα διαχέει σε ένα αφηρημένο επίπεδο -και φτάνει τελικά να ακυρώνει- την ατομική πρωτοβουλία και την ευθύνη των ατομικών επιλογών.

Η συνολική απόρριψη των διακρίσεων, που λειτούργησαν και λειτουργούν ως άριστα εργαλεία επιβολής, καταπίεσης, εκμετάλλευσης, ακόμα και φυσικής εξόντωσης και η στοχοποίηση των μηχανισμών που τις κατασκευάζουν, είναι αναπόσπαστα κομμάτια του αγώνα για ολική απελευθέρωση. Για την ακρίβεια, βρίσκονται στο επίκεντρο αυτού του αγώνα.

Για εμάς, δε νοείται επιλεκτική απόρριψή τους, ούτε περιπτωσιολογικός διαχωρισμός της καταπίεσης που συνεπάγονται. Δε νοείται επίσης κανενός είδους ιεράρχησή τους. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που απορρίπτουμε διακρίσεις μεταξύ ανθρώπων στη βάση βιολογικών διαφορών, έτσι ακριβώς απορρίπτουμε διακρίσεις βάσει του είδους, μεταξύ του ανθρώπου και των υπόλοιπων ζώων.

Αγωνιζόμαστε ενάντια στην εξουσία, την καταπίεση και την εκμετάλλευση, όχι ανάλογα με το ποιος είναι ο φορέας άσκησης εξουσίας, ποιος είναι ο καταπιεστής ή ο εκμεταλλευτής, ούτε ανάλογα με το ποιος υφίσταται την καταπίεση και την εκμετάλλευση. Αγωνιζόμαστε ενάντια στην εξουσία ως έννοια και ως πρακτική, ενάντια στην καταπίεση και στην εκμετάλλευση αυτή καθαυτή. Στις υπαρκτές βιολογικές διαφορές μεταξύ του ανθρώπου και των υπόλοιπων ζώων δε διακρίνουμε καμία βάση αιτιολόγησης οποιαδήποτε εξουσιαστικής συμπεριφοράς εκ μέρους του πρώτου.

Καθαιρούμε τον άνθρωπο από τη θέση εξουσίας στην οποία τον τοποθέτησε ο διαφωτισμός, πάνω και απέναντι από τα υπόλοιπα ζώα και τη φύση. Απορρίπτουμε τον ανθρωποκεντρισμό σε κάθε εκδοχή του και αγωνιζόμαστε ενάντια στο σπισισμό με το ίδιο πάθος που αγωνιζόμαστε ενάντια σε άλλες μορφές διάκρισης όπως ο ρατσισμός και ο σεξισμός.

Στην ανάλυσή μας, δεν αισθανόμαστε καμία ανάγκη να αναζητήσουμε ή, πολύ περισσότερο, να κατασκευάσουμε για τα μη ανθρώπινα ζώα ρόλους οι οποίοι να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της ανθρώπινης αντίληψης. Στη βάση της συνολικής απόρριψης κάθε είδους ετεροκαθορισμού, αντιλαμβανόμαστε τους ανθρώπους και όλα τα υπόλοιπα ζώα ως ατομικότητες που γεννιούνται για να ζουν σε συνθήκες απόλυτης φυσικής ελευθερίας. Αυτό είναι το περιεχόμενο που διακρίνουμε στον αγώνα για την αυτοδιάθεση των ζώων, τον οποίο δίνουμε όχι ως «απελευθερωτές», αλλά με τους ίδιους όρους που κρίνουμε ότι πρέπει να δίνεται ο ευρύτερος αναρχικός αγώνας: να χτυπάει με κάθε διαθέσιμο μέσο κάθε εξουσιαστικό δεσμό.

Στο πλαίσιο μιας ανάλυσης και ενός αγώνα που τοποθετείται στο σήμερα και ξεκινά με τη συνολική απόρριψη του υπάρχοντος, θεωρούμε πολύτιμο εργαλείο τη συνειδητοποίηση και ρεαλιστική αξιολόγηση της θέσης μας μέσα σε αυτό, καθώς και των δυνάμεών μας, όπως εξίσου πολύτιμη είναι η ρεαλιστική αξιολόγηση των δυνάμεων των αντιπάλων μας. Γι’ αυτό, μεταξύ άλλων, δε μας ενδιαφέρει να παρουσιάσουμε έτοιμες «συνταγές», δε μας απασχολεί να δώσουμε απαντήσεις βασισμένες σε υποθετικά ερωτήματα, δεν ασχολούμαστε με μυθιστορηματικές αφηγήσεις για κανέναν «μετεπαναστατικό κόσμο».

Όταν η εξουσία ρίχνει στον πόλεμο όλες τις δυνάμεις της, το μοναδικό περιθώριο χρόνου που δίνουμε στον εαυτό μας είναι αυτό που θα μας χρησιμεύσει για να οργανώσουμε τις δικές μας επιθέσεις, με τους δικούς μας όρους. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να χανόμαστε σε ψευδαισθήσεις, να αναζητούμε φαντασιακά «εν δυνάμει επαναστατικά υποκείμενα» και, ακόμα περισσότερο, να περιμένουμε αν και πότε θα αποφασίσουν να ριχτούν στον αγώνα.

Ένα κομμάτι αυτού του αγώνα, όπως τόσα άλλα, ξεκινά και διεξάγεται ασταμάτητα στο επίπεδο των ατομικών επιλογών. Στο πεδίο της καθημερινής ζωής, ως αντισπισίστριες/ αντισπισιστές αρνούμαστε να καταναλώσουμε το σώμα οποιουδήποτε και οποιασδήποτε. Αρνούμαστε επίσης να καταναλώσουμε οποιοδήποτε προϊόν ζωικής προέλευσης και αυτό αποτελεί μία συνειδητή επιλογή μη στήριξης ενός συστήματος που μεταχειρίζεται τα ζώα ως πρώτη ύλη, μετατρέποντας την εκμετάλλευσή τους σε πηγή κέρδους. Είναι μία από τις προσπάθειές μας να σπάσουμε έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα παραγωγής-κατανάλωσης. Και αυτό δεν αφορά μόνο περιπτώσεις παραγωγής σε μεγάλη/βιομηχανική κλίμακα, καθώς η ουσία της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης δεν προσδιορίζεται από το μέγεθος της κάθε φυλακής.

Χωρίς αυταπάτες για τα όρια που μπορεί να έχει μία παθητική μορφή αγώνα όπως είναι η vegan διατροφή και ο vegan τρόπος ζωής, αντιλαμβανόμαστε την επιλογή αυτή ως ξεκάθαρα αναρχική. Και γι’ αυτό τοποθετούμαστε εχθρικά απέναντι σε παρόμοιες προσεγγίσεις που μπορεί να βασίζονται σε οποιαδήποτε μόδα ή σε υγιεινιστικές ανησυχίες. Αγνοούμε επιδεικτικά όσους επιμένουν να κρύβονται πίσω από «αδιαμφισβήτητες επιστημονικές αλήθειες» αντιπαραβάλλοντας επιχειρήματα για την ανάγκη του ανθρώπινου οργανισμού να τρέφεται με κρέας.

Επιπλέον, απορρίπτουμε την αναγκαιότητα και την αυθεντία της επιστήμης, την χρησιμότητα της τεχνολογίας που αλλοτριώνουν τη ζωή μας και τοποθετούμαστε εχθρικά απέναντί τους καθώς λειτουργούν ως μέσα αποκοπής από τον φυσικό κόσμο. Ωστόσο, στη σημερινή συνθήκη που μας επιβάλλεται, υποχρεωνόμαστε να στρέψουμε και αυτά τα εργαλεία εναντίον του ίδιου του συστήματος εξουσίας.

Η συγκυρία της ποιοτικής και ποσοτικής αναβάθμισης της καταστολής, σε κάθε της μορφή, μας πεισμώνει. Η ανοχή και αδράνεια απέναντι στη νέα συνθήκη μας γεμίζει αηδία. Κυρίως όμως, έρχεται να μας πετάξει κατάμουτρα την ανάγκη ενίσχυσης του αναρχικού αγώνα με κάθε μέσο που δεν αναιρεί το σκοπό.

Ένα από αυτά, είναι η επίμονη διάχυση της προπαγάνδας για την ολική απελευθέρωση και για την αξία των άμεσων δράσεων που κινούνται σε αυτήν την κατεύθυνση. Όχι με διάθεση να πείσει, όσο να λειτουργήσει διαλυτικά, να αποδομήσει και να μετατρέψει σε συντρίμμια κάθε είδους κατεστημένες αντιλήψεις και στερεοτυπικές νοοτροπίες και συμπεριφορές. Μεταξύ αυτών, και όσες επιχειρούν να θέσουν όρια στην ένταση και την έκταση του αγώνα.

Ο αγώνας για ολική απελευθέρωση είναι αγώνας για αναρχία. Είναι βίωμα. Είναι αγώνας που δίνεται στο τώρα και σε όλα τα μέτωπα. Δεν διατυπώνει αιτήματα, δεν τοποθετείται διαλεκτικά απέναντι στο υπάρχον, δεν περιορίζεται σε -ούτε συμβιβάζεται με- ψίχουλα ψευδεπίγραφης ελευθερίας. Δεν κάνει εκπτώσεις και δεν βάζει αστερίσκους ούτε στο «ολική», ούτε στο «απελευθέρωση».

Συνέλευση για την Αντισπισιστική Δράση

antispe.squat.gr

Η προσέγγιση του Walter Bond στην Διάσκεψη για τα Δικαιώματα των Ζώων του 2013 στην Washington DC

Πηγή: Support Walter

wolf-night-howl-first-people

Γεια σας, το όνομα μου είναι Walter Bond και είμαι ένας φυλακισμένος του παράνομου αγώνα για την Απελευθέρωση των Ζώων. Θα πάρω μονάχα μερικές στιγμές από τον χρόνο σας σήμερα. Είναι καταπληκτικό το γεγονός πως η ανησυχία για τα δικαιώματα και την ευημερία των ζώων ξεκινάει επιτέλους να ριζώνει και πως ο βιγκανισμός ανθεί σε όλα τα μέρη του αναπτυγμένου κόσμου.

Σήμερα, χωρίς καμία αμφιβολία, θα είναι μια υπέροχη ημέρα για σας για να δικτυωθείτε με άλλους και πιθανότατα να μάθετε πολλά για την σοβαρή κατάσταση των Ζώων στην εκτροφή, στην παραγωγή τροφής, στην διασκέδαση, στην ζωοτομία και σε αυτό το αστείο που περνά σαν επιστημονική έρευνα.

Πολύ πιθανόν να ακούσετε πολλά από την ποικιλία των οικοδεσποτών, οργανωτών, ομιλητών και συγγραφέων βιβλίων. Και ελπίζω πως οποιαδήποτε κι αν είναι η εμπειρία σας σήμερα, να είναι διαρκής και να σας παρακινεί να βοηθήσετε τα Ζώα… όχι μόνο να ‘νιώσετε τον πόνο τους’, να δημιουργήσετε ‘πνευματικές συνδέσεις’ ή απλά να υποθάλψετε τους ανθρώπους στο όνομα τους, αλλά πραγματικά να βοηθήσετε να σταματήσουν οι καταπιέσεις τους και να σώσετε τις ζωές τους.

Και ελπίζω να θυμάστε αυτές τις λέξεις μια βδομάδα από τώρα, έναν μήνα από τώρα και έναν χρόνο από τώρα. Οι λέξεις που θέλω να θυμάστε είναι: “Τα Ζώα έχουν ουσία.”

Birds-eye-view-of-the-city

Τα Ζώα έχουν ουσία, χωρίς προσόντα και μακροσκελείς φιλοσοφικές συζητήσεις. Τα Ζώα έχουν ουσία, είτε είναι γλυκά και χαδιάρικα είτε οργισμένα και επικίνδυνα. Τα Ζώα έχουν ουσία, είτε είναι κοντά ή μακριά, άγρια ή εξημερωμένα, ορατά ή αόρατα. Οι ζωές των Ζώων έχουν ουσία επειδή η ζωή συνδέεται και η απόλυτη σημαντικότητα της ζωής βρίσκεται σε αυτή την σύνδεση.

Δεν υπάρχουν ήρωες της Απελευθέρωσης των Ζώων. Απλά, υπάρχουν αυτοί που είναι ενεργοί στην σκληρή δουλειά, σε πολλά διαφορετικά επίπεδα, και αξιοποιούν πολλές διαφορετικές τακτικές για να σώσουν τις ζωές των Ζώων. Και υπάρχουν και οι απαθείς, των οποίων οι σφαίρα της ηθικής τους ανησυχίας τελειώνει στην οικογένεια τους, στους αγαπημένους τους, ή στους ομοειδούς τους.

Όταν κοιτάμε τις τρομερές αδικίες που δέχονται τώρα τα Ζωικά Βασίλεια κάτω από την φτέρνα του ανθρώπινου πολιτισμού και τις συγκρίνουμε με το πόσο καλά αυτά τα ίδια πλάσματα ευημερούσαν πριν την ανάμειξη μας, είναι ολοφάνερο πως εμείς που πρεσβεύουμε πως είμαστε οι προστάτες τους και οι φίλοι τους, τους χρωστάμε ένα τεράστιο χρέος για τα δισεκατομμύρια του είδους μας που δεν νοιάζονται ή που υποστηρίζουν τα μαρτύρια τους με τον καταναλωτισμό τους.

Τα Ζώα έχουν ουσία, όπως ακριβώς και ο αγώνας για την Απελευθέρωση των Ζώων.

Wiggling-whiskers-300x200

Κάθε πους ας αγγίξει τη Γη, κάθε φτερό ας ίπταται στον Αέρα, κάθε τρίχα προσώπου να συστρέφεται με την νέο-εφευρεθείσα Ελευθερία!

Walter-Bond-Oct-2012-2-cropped-150x150

Walter Bond

A.L.F. P.O.W. – Μέτωπο Απελευθέρωσης των Ζώων / Φυλακισμένος του Πολέμου

Σκέψεις και προβληματισμοί: ρεφορμιστικές επιδιώξεις και αναρχία

Πηγή: Athens Indymedia

Αυτό το κείμενο αν και μπορεί να λοιδορηθεί ως απολίτικο ή να αφοριστεί ως μια επιδίωξη καθαρότητας, τοποθετείται εκ των προτέρων: Πράγματι, είναι απολίτικο αν απολίτικο είναι το ίδιο το περιεχόμενο και η φυσικότητα κάθε ελεύθερης ζωής που αναπτύσσεται πάνω στη Γη. Ναι, επιδιώκει την εμβάθυνση της σκέψης, επάνω στο τι είναι και τι όχι απελευθερωτικό, τι διαχέει την αναρχία και τι όχι, τι συντρίβει την κυριαρχία και τι την αναδομεί.

Είναι χαρακτηριστικό ότι όσο περισσότερο ο αγώνας ενάντια στην κυριαρχία, μιλάει τη γλώσσα της πολιτικής και της οικονομίας, τη διάλεκτο δηλαδή που έχει κατασκευάσει η ίδια, τόσο αγκιστρώνεται ο αγώνας εναντίον της ολοένα και περισσότερο στα γρανάζια της.

Παρ’ όλο που ως αναρχικοί, η αντιπολίτικη κριτική σκέψη, η εμβάθυνση επάνω στις βιομηχανοποιημένες δομές και λειτουργίες της τεχνοποιημένης κυριαρχίας, θα έπρεπε να αποτελούν ένα ισχυρό και συνεπές κομμάτι του αγώνα για την συνολική απελευθέρωση, απουσιάζουν με τρόπο αισθητό.

Η υπόθεση που απασχολεί το παρόν κείμενο είναι η αυξανόμενη τάση παρουσίασης της αναρχίας ως εναλλακτικό μοντέλο διαχείρισης και αναπαραγωγής του πολιτισμού, της πόλης, της βιομηχανίας, της κοινωνίας και μιας άνευ νοήματος καθημερινότητας.

 

Σημείο 1

Παρατηρώντας το τελευταίο χρονικό διάστημα (κυρίως μετά την εξέγερση του Δεκεμβρίου του 2008) μπορεί να παρατηρηθεί μια οπισθοχώρηση των αναρχικών διεργασιών και η αντικατάσταση τους από μια «μετριοπαθή» στάση απέναντι σε πλήθος από ζητήματα. Η συνολική, αδιάλλακτη και εξεγερσιακή δράση και θέση των αναρχικών απόψεων, υποκαθίσταται από έναν (copy paste) πολιτικό μονόλογο δίχως νεύρο και διάθεση για συνολική ερμηνεία και σύγκρουση με τις δομές της κυριαρχίας και των αλλότριων συνθηκών «ζωής». Και η οποία με δυσκολία διαφέρει από τους κουραστικούς πολιτικούς μονολόγους αριστερής δημαγωγίας.

Η υιοθέτηση και αναπαραγωγή των αριστερίστικων εξουσιαστικών ιδεολογημάτων τόσο σε επίπεδο λόγου, όσο και στη μέθοδο διεξαγωγής του απελευθερωτικού αγώνα, καταφέρνει να τον εκφυλίσει σ’ έναν αγώνα διατήρησης του εξημερωμένου μοντέλου ζωής. Η έκπτωση της απελευθερωτικής δράσης περνάει μέσα από τον εγκλωβισμό της στα -επιδιορθωτικά ως προς τις δομές της κυριαρχίας- κανάλια του οποιοδήποτε τύπου συνδικαλισμού, της πολιτικής, των κινηματικών συμμαχιών και από την αποδοχή μιας οικοκτονικής ανθρωποκεντρικής αντίληψης.

 

Σημείο 2

Άραγε η αριστερά ως ένα ακόμα πολιτικό κομμάτι και στυλοβάτης του βιομηχανικού συστήματος, μπορεί να ταυτιστεί με κάποιο τρόπο με τους αναρχικούς και την δράση τους;

Οπωσδήποτε όχι. Η αναρχική θεώρηση, δεν αποτελεί κάποιου είδους αίρεση της μαρξιστικής ιδεολογίας, ούτε το νόθο παιδί που εκδιώχτηκε από την μητρική αγκαλιά της αριστεράς και έχασε εν συνεχεία τον δρόμο του. O οργανωτισμός, ο εργατισμός, ο ρεφορμισμός, η συνδιαλλαγή με την εξουσία, ανήκουν στις πρακτικές εκείνων που θέλουν να ελέγξουν κάθε ακηδεμόνευτη εξεγερτική απόπειρα μετατρέποντας την σε έναν αφομοιωτικό αγώνα οικονομικών διεκδικήσεων και πολιτικών αιτημάτων.

Αρκετά από τα συνθήματα που δονούν τελευταία πορείες αναρχικών, είναι ενδεικτικά της αριστερίστικης προσέγγισης που πραγματεύεται το κείμενο. «Χωρίς εσένα γρανάζι δεν γυρνά, εργάτη μπορείς χωρίς αφεντικά». Πλέον μαθαίνουμε ότι τελικά «τρομοκρατία δεν είναι η μισθωτή σκλαβιά», αλλά «τρομοκρατία είναι να ψάχνεις για δουλειά», «εαμ-ελάς-μελιγαλάς», «η αναρχία είναι τάξη, όχι χάος» κ.α.

Από πότε ο αγώνας για την αναρχία υιοθέτησε την αγάπη για την εργασία, τα μέσα παραγωγής, τους ρόλους, τους θεσμούς και την ηθική της μαζικής κοινωνίας, την αιματοβαμμένη και εξουσιαστική πορεία του ΕΑΜ και ΕΛΑΣ, είναι ερωτήματα που μπορούν να βρεθούν στη σύμπλευση με τους αιτηματικούς και μερικούς αγώνες, στα «κινηματικά μέτωπα», και στην αποδοχή πολιτικών ιδεολογημάτων διαχείρισης του πολιτισμού.

Κάποιοι ακόμα επιμένουν να αναφέρονται στις απόψεις των Μπακούνιν, Κροπότκιν, Μαλατέστα κ.α. γνωστών αναρχικών μακρινότερων ή κοντινότερων χρόνων, ως επιχείρημα υποστήριξης μιας θέσης τους, θυμίζοντας έτσι την προσωπολατρεία ολοκληρωτικών καθεστώτων. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζεται η προσφορά των συγκεκριμένων στον αγώνα, δεν συνεπάγεται όμως και ότι έχει κανένας κάποιου είδους αλάθητο. Ποιος άλλωστε πιστεύει ότι όλες οι επόμενες γενιές αναρχικών θα πρέπει να ταυτίζονται σε επίπεδο απόψεων μαζί τους; Πόσο μάλλον από απόψεις (ασχέτως αν συμφωνεί ή όχι κανείς μ’ αυτές) που εκφράστηκαν κάτω διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες. Οι αναρχικοί δεν είχαμε και ούτε θα έχουμε ποτέ «μεγάλους πατέρες» και «ιερά πρόσωπα και βίβλους» για να δώσουν τις «ιερές» απαντήσεις που κάποιοι ψάχνουν. Όσοι ενδιαφέρονται για κάτι τέτοιο μπορούν να απευθυνθούν στα κόμματα και στις εκκλησίες.

 

Σημείο 3

Στη περίοδο της λεγόμενης «οικονομικής κρίσης» ο παραγόμενος λόγος του λεγόμενου αναρχικού «χώρου» πλαισιώνεται και χαρακτηρίζεται -κατά βάση- από οικονομικίστικες αναλύσεις και από την αφομοίωση εργατίστικων και αντιμνημονιακών προταγμάτων με μπόλικο κινηματικό αντιφασισμό. Ο έντονος ετεροκαθορισμός από τις κινήσεις και τις επιλογές της κυριαρχίας, οι εναλλακτικές δομές που καλύπτουν τα κενά του κρατικού μηχανισμού, μέσω λαϊκών κουζινών, ανταλλακτικών παζαριών, κοινωνικών ιατρείων κ.α. συμπληρώνουν το σκηνικό μιας κοντόφθαλμης οπτικής.

Το ζήτημα της καταστροφής κάθε εξουσιαστικής σχέσης σε ανθρώπους και φύση υποκαθίσταται από τα «πιο άμεσα και ρεαλιστικά στάδια» που «προέχουν», όπως την προάσπιση των θέσεων εργασίας που χάνονται κ.α. Ακόμα όμως και σ’ αυτό το στενά εργασιακό και ανθρωποκεντρικό πλαίσιο, όχι μόνο δεν τίθεται το ζήτημα της αμφισβήτησης της εργασίας, αλλά αντίθετα διεκδικείται και η αυτοδιαχείριση της. Αλλά όπως είπαμε, «τρομοκρατία είναι να ψάχνεις για δουλειά».

Έτσι παρουσιάζονται δηλώσεις και κινήσεις αλληλεγγύης και συμπαράστασης σε όποια «εργατική» κινητοποίηση λαμβάνει χώρα, χωρίς καμιά σκέψη το σε ποιόν, το γιατί, με ποιους. Για να φαίνεται πως: ήταν και οι αναρχικοί εκεί. Δίπλα στα προβλήματα του εργαζομένου/ανέργου. Έτσι ίσως να σκέφτηκαν κάποιοι ότι: είναι μια ευκαιρία να πάρουμε περισσότερο κόσμο με το μέρος μας, αυξάνοντας έτσι και τις αριθμητικές μας δυνάμεις. Ή ίσως μια ευκαιρία να: συσπειρωθεί το επαναστατικό κίνημα. Έτσι δεν είναι παράξενο να βλέπουμε πανό με κυκλωμένα αλφάδια δίπλα σε πανό κομμάτων, πολιτικών φορέων και άλλων εξουσιαστικών οργανώσεων. Όλοι μαζί, μια παρέα, αναρχικοί δίπλα σε μαρξιστές, πατριώτες, δημοκράτες, για τον κοινό σκοπό. Για ποιόν ακριβώς;

Η αναρχική δράση έπρεπε επομένως σ’ αυτές τις συνθήκες να μετριαστεί, να κατακερματιστεί, να πλατειάσει για να καταφέρει να ενταχθεί σε κάθε αντίστοιχη πολιτική θεατρική κωμωδία.

Πολλοί είναι αυτοί που αντιλαμβάνονται το ζήτημα της εκμετάλλευσης σε κάτι που αφορά μόνο το ανθρώπινο είδος και αδιαφορούν ή δεν αντιλαμβάνονται την εκμετάλλευση που υπόκειται και ο υπόλοιπος φυσικός κόσμος από τον ανθρώπινο πολιτισμό.

Όσο παραμένει αυτή η μερική ερμηνεία, που διαχωρίζει το ανθρώπινο είδος από τα υπόλοιπα πλάσματα και στοιχεία τη Γης, η ερμηνεία και ανάγνωση της εξουσίας θα παραμένει σ’ ένα μερικό επίπεδο και γι’ αυτό καμιά κίνηση εναντίον της -που γίνεται σ’ αυτά τα πλαίσια- δεν θα είναι πραγματικά απειλή γι΄ αυτήν.

Ας πάψει επιτέλους η πίστη στα ανύπαρκτα επαναστατικά υποκείμενα! Ας σωπάσει η προσμονή για τον άγιο μαζικό ξεσηκωμό που το μόνο που μπορεί να υποσχεθεί είναι μια καινούρια κοινωνία παραγωγής! Ας κόψουμε τα καλώδια του πολιτισμού, κάτω από το συμμέτοχο φως της πανσελήνου!

 

Σημείο 4

Η πρόταση της αυτοδιαχείρισης ακούγεται ολοένα και περισσότερο να βγαίνει από το στόμα αναρχικών, σαφώς επηρεασμένων από τον αριστερισμό. Η «απελευθερωτική λύση» της αυτοδιαχείρισης δηλώνει πλέον πανταχού παρών, έτοιμη να επουλώσει κάθε πληγή. Κλείνει η ΕΡΤ; Αυτοδιαχείριση! Κλείνει η ΒΙΟΜΕ ή άλλο βρωμερό εργοστάσιο; Αυτοδιαχείριση! Μόνο που η αυτοδιαχείριση των δομών της κυριαρχίας συνεπάγεται την αναπαραγωγή του κενού νοήματος και αλλότριας ζωής και την πολυεπίπεδη λεηλασία του φυσικού κόσμου. Όποιος πιστεύει σε μια τέτοια προοπτική ας το κάνει, όμως ας πει πώς μπορεί να συνδυαστεί η συντήρηση μιας υποδομής του πολιτισμού, η οποία προϋποθέτει τελικά την αλυσιδωτή επανασύσταση των υποδομών και μηχανισμών του, με έναν κόσμο χωρίς κράτος και εξουσία. Έχουν γραφτεί κείμενα πάνω στο ζήτημα της αυτοδιαχείρισης και στην ταύτιση της με την κυριαρχία, δεν θα γίνει επέκταση του θέματος εδώ.

Και διερωτάται εύλογα κανείς. Ποιά η διαφορά επομένως του αριστερισμού σε επίπεδο σκέψης, λόγου και πρακτικής με την αναρχική προοπτική; Η διαφορά έτσι όπως παρουσιάζεται από διάφορους «αναρχο»αριστερούς φαίνεται μικρή αλλά στις πραγματικές της διαστάσεις είναι απλά χαοτική.

Οι αριστερές και μαρξιστικές αντιλήψεις όπως και κάθε πολιτική αντίληψη (δημοκρατία, φασισμός, κ.α.) ενδιαφέρονται για τη συνέχιση της ύπαρξης του βιομηχανικού συστήματος, του κρατικού μηχανισμού και της μαζικής κοινωνίας. Είναι φανερό ότι η διαφορά δεν περιορίζεται μονάχα στις μεθόδους αγώνα που χρησιμοποιούνται αλλά και στην ίδια την προοπτική του.

Γιατί ο κάθε –ισμός ταιριάζει σε ιδεολογικά συστήματα τα οποία περιορίζουν και βάζουν σε τάξη το αυθόρμητο ένστικτο και φυσικό τρόπο ζωής. Ο οργανωτισμός με τα μέλη και τις επίσημες εκφάνσεις του, «σκοτώνει» τις άμεσες αναρχικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ αναρχικών ατόμων και δημιουργούνται για το βίωμα και διάχυση της πολύμορφης αναρχικής πρακτικής. Σχέσεις και σύνολα εναρμονισμένα με την απελευθερωτική προοπτική της συμβίωσης με τη φυσικό κόσμο και της διάλυσης της αιματοβαμμένης κληρονομιάς του πολιτισμού.

Η αναρχία μπορεί να μην αποτελεί ένα ιδεολογικό κατασκεύασμα, ένα σύστημα κανόνων, ένα πρόγραμμα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν εμπεριέχει συγκεκριμένα απελευθερωτικά χαρακτηριστικά. Διαφορετικά δεν μπορούμε να μιλάμε για αναρχικό αγώνα αλλά για κάτι άλλο.

 

Σημείο 5

– «Πάρτε τα βουνά αν δεν σας αρέσει η επαφή με τον πολιτισμό και μην ασχολείστε με τους αγώνες που αναπτύσσονται εντός του»

– «Μα φυσικά και τα παίρνουμε αλλά τί να λέει; Ο πολιτισμός θα συνεχίσει να είναι εδώ. Μέχρι λοιπόν να πέσει και το τελευταίο προπύργιο του, θα συνεχίζουμε να υπομονεύουμε τη μηχανή του πολιτισμού και τη κοινωνική ευρυθμία, ξανά και ξανά…»

Ας επισημανθεί ακόμα μια φορά. Η προσδοκία μιας εναλλακτικής κοινωνίας, πιο ισότιμης, πιο δίκαιης, ταιριάζει στις πολιτικές απόψεις και συστήματα που αναπτύσσει η εξάρτηση από τη βιομηχανική δόμηση. Η αναρχία είναι η βίαιη και αρχέγονη σύγκρουση με τα βιομηχανικά συστήματα και τα τεχνολογικά «αυτονόητα» του πολιτισμού. Παράλληλα με τη πρακτική εναρμόνισης του καθενός με το φυσικό εαυτό του και με τα υπόλοιπα στοιχεία της φύσης.

«Ανθρώπινα και μη πλάσματα που παιχνιδίζουν με τις ελεύθερες και μοναδικές ζωές τους σε συνεργασία με την απολίτιστη Γη. Ως ένα όλον».

Και αν κάποιος ακόμα δεν έχει καταλάβει και ρωτά: Τότε τι κάνουμε; Η απάντηση είναι απλή. Ζούμε, προωθούμε και διασπείρουμε την αναρχία. Πολύμορφα, αδιάλλακτα, εξεγερτικά.

 

Υπερασπιζόμαστε τον φυσικό μας εαυτό!

Υπερασπιζόμαστε την άγρια φύση ως κομμάτι της…

 

Μοναχικό τσακάλι