totalxliberation

Αγώνας για την Ολική Απελευθέρωση Γης – Ζώων – Ανθρώπων.

Month: Σεπτεμβρίου, 2013

Ενάντια στη γλώσσα της πολεμικότητας (ΗΠΑ)

Πηγή: Contra Info

Straight_Jacket

Είναι λυπηρό το γεγονός ότι, τα τελευταία χρόνια, πάρα πολλά απ’ τα γραπτά που πηγάζουνε από κοινωνικές συγκρούσεις είναι τίγκα σε δύσκαμπτη, ξύλινη γλώσσα, μια κουρασμένη, νεκρή γλώσσα η οποία φαίνεται να έρχεται σ’ αντίθεση με την ενέργεια των εξεγέρσεων για τις οποίες κάνουνε λόγο. Είναι η γλώσσα της πολεμικότητας, και όχι της ελευθερίας, μήτε και της ατομικότητας που δημιουργεί τον εαυτό της ενάντια σε όλες τις πιθανότητες. Ίσως αυτό να οφείλεται, εν μέρει, στο γεγονός ότι μπόλικες απ’ τις σημερινές συγκρούσεις αναδύονται απ’ τη σκληρότητα των καιρών· απαντούν στη σκληρότητα της τρέχουσας κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής πραγματικότητας. Πώς μπορεί όμως μια πληρωμένη απάντηση ν’ αντικρούσει τέτοιες πραγματικότητες; Δε θα έπρεπε η ίδια η μέθοδος της απάντησής μας ν’ αντανακλά το γεγονός ότι απορρίπτουμε αυτές τις καταστάσεις που γίνονται πραγματικότητα διά της επιβολής;

Η πολεμικότητα περνιέται για πάθος και ένταση, ενώ στ’ αλήθεια είναι απλά ένας θωρακισμένος ζουρλομανδύας που κλείνει μέσα του τη γύμνια, τη δυσκαμψία και τον περιορισμό των κινήσεων του καθενός και της καθεμιάς. Η σοβαρότητα περνιέται για συνειδητοποιημένη αποφασιστικότητα, όταν στην πραγματικότητα πρόκειται για υποδούλωση στο αφηρημένο, στο μέλλον, στο σκοπό, στο παρελθόν – ένα άλλο είδος αυτεγκλεισμού. Και αυτό ακριβώς το πράγμα δεν είναι που χρειάζεται ν’ αρνηθούμε με όλη μας την αποφασιστικότητα, την ώρα που παλεύουμε να κάνουμε τη ζωή μας δική μας ανά πάσα στιγμή;

Ίσως το πρόβλημα να είναι ότι πάρα πολλοί από κείνους που εμπλέκονται στην εκάστοτε κοινωνική σύγκρουση δε βλέπουνε τους εαυτούς τους ως ελεύθερα άτομα που δημιουργούν τη ζωή τους, που αντιμετωπίζουν εμπόδια σ’ αυτή την αυτοδημιουργική διαδικασία και παλεύουν να καταστρέψουν τα εμπόδια αυτά, αλλά μάλλον ως καταπιεσμένους ανθρώπους που αντιστέκονται στην καταπίεσή τους.

Δεν είναι απαραίτητο ν’ αγνοεί κανείς την πραγματικότητα της καταπίεσης για να αναγνωρίσει ότι, όταν το εγχείρημά μας μετατρέπεται σε αντίσταση ενάντια στην καταπίεση, τελικά επικεντρωνόμαστε στους καταπιεστές μας. Χάνουμε τις δικές μας τις ζωές, και μαζί τους την ικανότητα να καταστρέψουμε ό,τι στέκεται εμπόδιο στο δρόμο μας. Μιας κι η αντίσταση εστιάζει στις επιχειρήσεις του εχθρού, μας κρατά σε αμυντική θέση και εγγυάται την ήττα μας (ακόμα και σε νικηφόρες περιπτώσεις) καθώς κλέβει από μας τα ίδια μας τα εγχειρήματα.

Αν από την άλλη έχουμε ως αφετηρία το δικό μας το εγχείρημα αυτοδημιουργίας, επιμένοντας να διατρέχουμε τον κόσμο ως ελεύθερα και άσκοπα όντα, θα σταθούμε απέναντι από ηγεμόνες, εκμεταλλευτές, μπάτσους, παπάδες, δικαστές και λοιπούς, χωρίς στην ουσία να τους αντιμετωπίσουμε ως καταπιεστές αλλά ως εμπόδια στο διάβα μας τα οποία χρειάζεται να καταστρέψουμε, και όχι να τους αντισταθούμε.

Μόνο σ’ αυτό το πλαίσιο η καταστροφή παίρνει την αντάρτικη, ποιητική, επαναστατική της έννοια, ως μια αληθινά ανέξοδη πράξη που αψηφά τη λογική της εργασίας και ανοίγει την πραγματικότητα σε κάτι το θαυμάσιο, στην έκπληξη. Μόνο τότε η καταστροφή γίνεται παιχνιδιάρα.

μπαγαπόντης θεωρητικός (apio ludd)

Η βιομηχανοποίηση και η δυσαρέσκεια προς αυτή – Οι Λουδίτες και οι επίγονοί τους (John Zerzan)

Πηγή: Αδάμαστο

luddite

Περίπου διακόσια χρόνια πριν, η Mary Wollstonecraft Shelley μας έδωσε μια κλασική προειδοποίηση για την ύβρη του πολέμου της τεχνολογίας ενάντια στη φύση. Το γοτθικό της μυθιστόρημα Φρανκενστάιν ή ο Σύγχρονος Προμηθέας, περιγράφει την εκδίκηση που παίρνει η φύση ενάντια στη αλαζονεία της μηχανοποίησης της ζωής από το θάνατο. Ο Βίκτωρ Φρανκενστάιν και το δημιούργημά του καταστρέφονται, ο ”Αδάμ” του είναι καταδικασμένος όπως και ο ίδιος.

Αν αυτό το τέρας δεν μπορεί να σωθεί από τον πατέρα-δημιουργό του, οπωσδήποτε τα σημερινά ανδροειδή ρομπότ, προϊόντα τεχνητής νοημοσύνης δεν μπορούν ούτε αυτά να σωθούν. Για εκείνους που βρίσκονται στις επάλξεις των τεχνολογικών ανακαλύψεων σήμερα, δεν θα υπάρχει επιστροφή σε μια προηγούμενη, χωρίς τέρατα κατάσταση.

Από τον υπερτεχνολογικό κόσμο μπορούμε να κοιτάξουμε πίσω στην εποχή της Mary Shelley και να δούμε το πρωτότυπο, την άφιξη της σύγχρονης τεχνοβιομηχανικής πραγματικότητας. Ανάμεσα στο 1800 και το 1820, η Αγγλία υπέστη τις αλλαγές, τις καταιγίδες και τις προκλήσεις της ανερχόμενης βιομηχανικής επανάστασης. Ζούμε τα αποτελέσματα των αποφασιστικών μαχών εκείνης της εποχής.

Ο φιλόσοφος Ugo Peron το έθεσε ως εξής: ”Μια μέρα ο μεγάλος Ο, με τον οποίο ξεκινά το Οττοσέντο (1800νχ), εξερράγη και η φιλοσοφία ως η μεγάλη ιστορία της ολότητας άρχισε να εγκαταλείπεται. Η εποχή των εξειδικεύσεων ξεκίνησε…” [1]

Φυσικά λίγες αλλαγές έγιναν μέσα σε μια νύχτα. Η βιομηχανική παραγωγή άρχισε να εντατικοποιείται από τις αρχές του 1870. [2] Και καθένας μπορεί να κοιτάξει πολύ πίσω, στις αποψιλώσεις δασών της νεολιθικής και της εποχής του χαλκού για να βρει γιατί πολλοί βάλτοι και χερσότοποι είναι τώρα άγονοι. [3] Αλλά ήταν στα τέλη του 19ου αιώνα, που η εξουσία πέρασε από τα χέρια των τιτλοφορημένων ιδιοκτητών γης σε εκείνους που κατείχαν τα εργοστάσια και τα χυτήρια. Πολύ περισσότερο ουσιαστικά, ο χρόνος και ο χώρος της κοινωνικής ύπαρξης άλλαξαν θεμελιωδώς. Ταυτόχρονα, με την ισότητα μεταξύ όλων των πολιτών πάνω στο νόμο άρχισε να αναδύεται, και η πραγματικότητα μιας πρωτοφανούς υποταγής ή εξημέρωσης.

Τίποτα στον κανόνα του (αρκετά πρόσφατου) Διαφωτισμού, με τις αξιώσεις και τις υποσχέσεις του, δεν είχε προετοιμάσει κανέναν για αυτό. Ο δρόμος για την ολοκληρωτική κυριαρχία πάνω στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, άνοιγε πράγματι, καθώς το βιομηχανικό σύστημα έγινε σύμφωνα με τα λόγια του Toynbee, ”ο μοναδικός κυρίαρχος θεσμός της σύγχρονης Δυτικής ζωής”. [4] Η εικόνα που παρουσιαζόταν ωστόσο ήταν φορτωμένη με πολύ περισσότερο πόνο και απώλεια παρά με υποσχέσεις.

Μετά το 19ο αιώνα ξεκινά ο χειμώνας της Δύσης. [5] Η κατακλείδα του Spengler στο ”Η παρακμή της Δύσης” είναι πιο κατάλληλη απ’ ότι ο ίδιος νόμιζε. Δεν ήταν ένα ξεκίνημα αλλά η αρχή του τέλους.

Η απεικόνιση της Coketown από τον Ντίκενς στα Δύσκολα Χρόνια κατάφερε να σκιαγραφήσει τις επιπτώσεις του βιομηχανικού συστήματος: τη νέα μαζική κοινωνία που διέπεται από τους ρυθμούς του εργοστασίου και το σύστημά του, τη μολυσμένη και λεηλατημένη του περιοχή, τους ανώνυμους πολίτες του που έχουν χάσει την ανθρώπινη ιδιότητά τους. Ο Spengler έδειξε πώς ”η μηχανή δουλεύει και ωθεί τον άνθρωπο να συνεργαστεί”, εξουθενώνοντας τη φύση γύρω του όπως το ”Φαουστιανό” πάθος για τη μηχανή μεταβάλλει το πρόσωπο της γης. [6]

Υπήρξε μια μακρόχρονη πορεία που οδήγησε στις βασικές εξελίξεις, μια μακρά διαδικασία μηχανοποίησης και ιδιωτικοποίησης. Στην Αγγλία πάνω από έξι εκατομμύρια εκτάρια γης ανοικτών αγρών και κοινών βοσκοτόπων περιφράχτηκαν μεταξύ του 1760 και του 1844. [7] Οι πιέσεις μιας νέας βιομηχανικής κοινωνίας αυξάνονταν διαρκώς, σπρώχνοντας τους αδυσώπητα στερημένους στα δεσποτικά εργοστάσια και ορυχεία. Για παράδειγμα, οι νέοι μηχανοκίνητοι κατατμημένοι σχηματισμοί και οι πλήρως μηχανοποιημένες μηχανές κλωστοϋφαντουργίας παρείσδυσαν στη συγγενική αυτονομία που ήταν βασισμένη στην οικογενειακή υφαντουργία των αργαλειών. Από το 1820 ο ρυθμός των αλλαγών ήταν ιλιγγιώδης.

Ειδικά στο τέλος του 18ου αιώνα οι θεωρίες του Διαφωτισμού για τα δικαιώματα αναβαθμίστηκαν ως επιχειρήματα εναντίον σοβαρών προκλήσεων για δημοφιλή προνόμια. Παρόλο που η αυγή του 1789 έχει αποτελέσει μια στιγμή σημαντικών υποσχέσεων, ο πρώιμος ιδεαλισμός της γαλλικής επανάστασης προδόθηκε από τον φόβο των εξουσιαστών. Στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα, παρόλα αυτά, ”η αλληλεγγύη της κοινότητας και η ακραία απομόνωση των αρχών” αποτελούσαν ακόμα πολιτική πραγματικότητα. [8]

Αλλά σύντομα, με ένα πρωτοφανή τρόπο, η νέα κατάσταση ύπαρξης έγινε, ανέγγιχτη από πολιτικές διαδικασίες και ρεφορμιστικές επιδιώξεις: ένας κόσμος αποφασιστικά ανεξάρτητος από το άτομο. Το κβαντικό άλμα προς το διαχωρισμό της εργασίας που στο βιομηχανικό σύστημα σημαίνει τη γενική υποκατάσταση των μερών – και των ανθρώπων.

Από την ταυτότητα και την ιδιαιτερότητα στο στάδιο, σύμφωνα με τον όρο του ψυχολόγου Joseph Gabel, για τον ”νοσηρό ορθολογισμό”. [9] Ο Michel Foucault επεσήμανε ότι έως το τέλος του 18ου αι. ”η ζωή δεν υπήρχε, μόνο έμβια όντα.” [10] Οι πάσσαλοι ήταν τόσο ψηλοί όσο μπορούσαν να είναι, ο επακόλουθος αγώνας, ήταν ένας παγκόσμια ιστορικός σε αυτό το πρώτο βιομηχανοποιημένο έθνος. Είναι ξεκάθαρο ότι ο πρώιμος Γάλλος κοινωνιολόγος Emile Durkheim είχε κάνει εντελώς λάθος όταν είχε διακηρύξει ότι ”στις βιομηχανικές κοινωνίες η κοινωνική αρμονία έρχεται ουσιαστικά από το διαχωρισμό της εργασίας”. [11]

Η προέλαση των εργοστασίων ήταν μια διαρκής επίθεση στις ακανόνιστες διαδικασίες εργασίας προς χάριν ενός χρονο-πειθαρχούμενου περιβάλλοντος εργασίας. [12] Η κεντρική παραγωγή είχε σκοπό να ασκήσει έλεγχο πάνω στους απείθαρχους και αποκεντρωμένους εργάτες. Από τη φύση της απαιτούσε πειθαρχία και αυστηρό έλεγχο.

Μέχρι τώρα, οι συνηθισμένες και πολυάριθμες διακοπές από την εργασία συμπληρώνονταν από τον εορτασμό της Αγίας Δευτέρας, μιας μέρας επαναφοράς και παιχνιδιού που ακολουθεί μετά το τυπικό γλέντι του Σαββατοκύριακου. Κατοχυρωμένη στη συνήθεια και τη μακρά τοπική παράδοση, η δημοφιλής κουλτούρα, ειδικά ανάμεσα στους καλλιτέχνες, ήταν ανεξάρτητη και περιφρονητική ως προς την εξουσία. Ως εκ τούτου η σκλαβιά του εργοστασίου δεν ήταν ακριβώς δελεαστική. Ο ιστορικός F.M.L.Thomson σημείωσε ότι του ήταν πάρα πολύ δύσκολο να βρει ”ικανοποιημένους εργάτες” και ότι ”ακόμα και οι υψηλοί μισθοί δεν ήταν αρκετοί για εκείνους.” [13] Για παράδειγμα, έχει καταγραφεί ευρέως η απροθυμία των υφαντουργών (πολλοί από τους οποίους ήταν γυναίκες) να αφήσουν τα σπίτια τους. [14]

Αλλά τουλάχιστον ήδη από την αρχή της εξεταζόμενης περιόδου, ήταν εμφανής η αρχή της καταστροφής του χειροτέχνη τεχνίτη και του μικροκτηματία γεωργού. ”Οι μικρές αγροτικές μονάδες παραγωγής ρούχων -η κάθε μία τόσο εύκολα αναγνωρίσιμη από το τάνυσμα του άσπρου ρούχου-θα έχουν εξαφανιστεί σε μερικά χρόνια” υποστήριξε ο κοινωνικός ιστορικός Robert Reid. [15] Το Manchester ήταν η πρώτη βιομηχανική πόλη του κόσμου, ήταν ένα ειδικό έδαφος ανάμεσα σε πολλές Αγγλικές επαρχίες, επειδή τα πάντα διακυβεύονταν και η γη μεταβαλλόταν τόσο εύκολα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1820 ο Σκοτσέζος φιλόσοφος Thomas Carlyle έγραψε αυτή τη σύνοψη: ”Αν χρειαζόταν να χαρακτηρίσουμε την εποχή μας με ένα μόνο επίθετο, θα μπαίναμε στον πειρασμό να την ονομάσουμε όχι μια Ηρωική, Λατρευτική, Φιλοσοφική ή Ηθική αλλά πάνω απ’ όλα μια Μηχανική εποχή. [16]

Το ευρέως διαδεδομένο ”μίσος για την εξουσία και τον έλεγχο” [17] και το ”γενικό αίσθημα ισοπέδωσης” [18] σήμαινε ότι η αντίσταση ήταν σθεναρή και σίγουρα προγενέστερη των αρχών του 19ου αιώνα. Οι ανθρακωρύχοι του Northumberland κατέστρεψαν τα τρυπάνια με συνέπεια κατά τη διάρκεια συγκρούσεων με τους ιδιοκτήτες με αποτέλεσμα να θεσπιστούν νόμοι ενάντια σε τέτοιες καταστροφές ανάμεσα στο 1747 και το 1816. Κάπως άκαρπων νόμων τελικά. [19] Τα πιο σύντομα δείγματα αποκαλύπτουν το εύρος της αμφισβήτησης στα τέλη του 18ου αιώνα: τις συγκρούσεις ενάντια στα διόδια της γέφυρας του Bristol το 1793, τις σφοδρές συγκρούσεις για την τροφή το 1795, (όταν ομάδες γυναικών χτυπούσαν αποστολές καλαμποκιού και επιτίθονταν σε κυβερνητικές περιπολίες που αναζητούσαν να απαγάγουν άντρες για να τους κατατάξουν στο στρατό), και ναυτικές ανταρσίες στο Portsmouth και στο Nore το 1797, για να αναφέρουμε μόνο κάποια εξέχοντα παραδείγματα. [20]

Το σπάσιμο των μηχανών και ο εμπρησμός της βιομηχανίας έγινε πολύ γρήγορα μια στοχευμένη τακτική ενάντια στη λεηλασία του βιομηχανικού συστήματος και σε κάποιο δύσκολα εντοπίσημο βαθμό, ενάντια στο ίδιο το βιομηχανικό σύστημα. Τέτοιες μορφές αγώνα παρατηρούνται ανάμεσα στη Δυτική Αγγλία. ”Κουρείς και υφαντουργοί, στη Λουδίτικη αντίσταση” στην εισαγωγή των μηχανοποιημένων επινοήσεων ανάμεσα στο 1755 και το 1803. [21] Ήταν επίσης τα χρόνια (1801-1802) του κινήματος των υπόγειων εργατών γνωστών ως Black Lamp, στο δυτικό Yorkshire. Καθόλου συμπτωματικά, η δεκαετία του 1790 ήταν η χρυσή εποχή των χειρονακτών υφαντουργών, των οποίων η αυτονομία ήταν η ραχοκοκαλιά της ριζοσπαστικής εναντίωσης στο εργοστασιακό σύστημα.

Η ιδέα του Μαρξ για την επανάσταση ήταν σημαντικά οριοθετημένη, περιορισμένη στο ερώτημα του ποια τάξη θα εξουσιάσει τον κόσμο της μαζικής παραγωγής. Αλλά ακόμα και με αυτούς του όρους απέτυχε παντελώς να προβλέψει ποιες ομάδες ήταν πιο πιθανό να συντάξουν μια επαναστατική δύναμη. Αντί να γίνουν πιο μαχητικοί οι εργοστασιακοί εργάτες εξημερώθηκαν σε ένα πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι αυτοί που άντεξαν ενάντια στη ”προλεταριοποίηση”. Η αδράνεια των εργοστασιακών εργατών είναι ευρέως γνωστή. Δεν ήταν πριν το 1820 που έκαναν την πρώτη τους προσπάθεια να αγωνιστούν ενάντια στη πρόοδο της βιομηχανικής επανάστασης.[22]

Η ”τάξη” ως ένας κοινωνικός όρος έγινε κομμάτι της γλώσσας το 1820 σαν ένα υποπροϊόν της αύξησης της σύγχρονης βιομηχανίας, σύμφωνα με τον Asa Briggs. [23] ”Ήταν ανάμεσα στο 1815 και το 1820 που γεννήθηκε η εργατική τάξη” όπως υποστηρίζει ένας άλλος ιστορικός ο Harold Perkin, αλλά η διακριτή συνείδηση δεν σήμαινε, όπως σημείωσε, έναν μαχητικό πολύ λιγότερο ριζικό προσανατολισμό ανάμεσα στις δύο ζωτικής σημασίας δεκαετίες που εξετάζονται. [24] Η εργατίστικη ιδιότητα μόλις και μετά βίας συμμετείχε στις Λουδίτικες εξεγέρσεις ανάμεσα στο 1800 και στο 1820. [25]

Η πιο παρατεταμένη Λουδίτικη καταστροφή της νεοφερμένης υφαντουργικής μηχανής προέκυψε ανάμεσα στο 1811 και το 1816 και πήρε το όνομά της από τον Ned Ludd, έναν νεαρό υφαντουργό στο Leicestershire που απεχθανόταν την περιορισμένη και δουλική εργασία. Πέρα από τη συνταύτιση με το γνωστό επεισόδιο βανδαλισμού των μηχανών από τον Ned, ο Λουδισμός μπορεί να κατανοηθεί πιο εύστοχα ως μια ευρέως διαδεδομένη διήγηση ή όραμα. [26] Στην καρδιά αυτής της κοινής προοπτικής ήταν μια γειωμένη κατανόηση της διαβρωτικής φύσης της τεχνολογικής προόδου. Το ζήτημα υπογραμμίζεται στο υπέροχο έργο του Robert Reid ”Η γη του χαμένου περιεχομένου”, όπου περιγράφει μια λουδίτικη επίθεση στο εργαστήριο καλτσοπλεκτικής του Edward Hollingsworth τη νύχτα της 11ης Μαρτίου του 1811. Αφού παραβιάστηκε επιτυχώς το οχυρωμένο εργαστήριο του Hollingsworth, ακολούθησε καταστροφή των μηχανών σύμφωνα με το πρότυπο του Ned. Οι οπλισμένοι εργάτες προχώρησαν ”επιλεκτικά. Μόνο οι μεγάλες μηχανές που έπλεκαν πιο μαζικά και φθηνότερα ρούχα δέχτηκαν τις καταστροφικές σφυριές.” [27] Μια τέτοια στοχοποίηση, μια μαχητική εχθρότητα απέναντι στην τυποποίηση και την τυποποιημένη, μαζικά παραγόμενη ζωή που ήταν κύρια χαρακτηριστικά της βιομηχανικής περιόδου. [28]

Ο λόρδος Byron, ο πιο γνωστός ποιητής της εποχής, συγκινήθηκε και έγραψε ”Ενάντια σε όλους τους βασιλείς εκτός από τον βασιλιά Ludd”. [29] Σημαίνουσας σημασίας ήταν η πολύ διαδεδομένη υποστήριξη των Λουδίτικων δράσεων. Σε όλη τη περιοχή, σύμφωνα με τον ιστορικό E.P.Thomson, ”δινόταν ενεργή ηθική επιδοκιμασία από την κοινότητα σε όλες τις Λουδίτικες ενέργειες σαν να ήταν η ίδια η κοινότητα που τις έπραττε.” [30] Οι γυναίκες δεν έπαιξαν ενεργό ρόλο στην καταστροφή των μηχανών, αλλά ήταν σημαντικό μέρος του κινήματος. Τον Απρίλιο του 1812 στην επίθεση στο εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας για τους αργαλειούς του Burton, οι γυναίκες ήταν εμφανώς παρούσες, πέντε κατηγορήθηκαν για ταραχές και σπασίματα παραθύρων. [31]

Παρόμοια παραδείγματα μαχητικότητας ήταν οι εξεγέρσεις του ψωμιού στην Ανατολική Αγγλία το 1815, και η νικηφόρα πεντάμηνη απεργία των ναυτικών την ίδια χρονία, που παρέλυσε τα λιμάνια των πλοίων άνθρακα και όλο το εμπόριο άνθρακα της ανατολικής ακτής. Η καταστροφή των μηχανών μετατράπηκε σε αδίκημα το 1812 και η καταστολή έφτασε στο ζενίθ της το 1817 με την αναστολή του δικαιώματος ενάντια στην αυθαίρετη φυλάκιση (habeas corpus).

Αλλά μετά το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων το 1815, ξεκίνησε μια μακρά περίοδος που χαρακτηρίζεται από αποφασιστικές πολιτικές μεταρρυθμίσεις (πχ κοινοβουλευτική εκπροσώπηση) και συνδικαλισμό. Οι ενώσεις, τότε όπως και τώρα, υπάρχουν για να μεσολαβούν στις σχέσεις ανάμεσα στους ιδιοκτήτες και τους εργάτες. Ένας λιγότερο ή περισσότερο διεσπαρμένος, ανεξάρτητος και συχνά απείθαρχος πληθυσμός γίνεται ενωμένος, εκπροσωπήσιμος και πειθαρχημένος μέσα από τη συνδικαλιστική δράση. [32] Αυτό είναι πολύ λιγότερο ένα εμπόδιο παρά μια διευκόλυνση στις τεράστιες πιέσεις που ωθούσαν στη βιομηχανική-έμμισθη σκλαβιά.

Ήδη από το 1812 ο λόρδος Holland προσπαθούσε να οδηγήσει την ενέργεια των Λουδιτών σε μια μεταρρυθμιστική κατεύθυνση, υπήρχε ενδιαφέρον στο να την μεταστρέψουν από τον πραγματικό της στόχο. Ο Λουδισμός είχε να κάνει με κάτι ασύγκριτα πιο βασικό απ’ ότι η πολιτική και τα συνδικάτα, αλλά απέτυχε στη μετωπική επίθεση. Ένας από τους μεγαλύτερους τελευταίους στόχους ήταν το εργοστάσιο δαντέλας του John Heartcore στο Longborough τον Ιούνιο του 1816, και οι εξεγέρσεις στο Folly Hill και στο Pentrich ένα χρόνο μετά, ”μπορεί να θεωρηθεί σαν την τελευταία αναλαμπή του Λουδισμού στην πιο απελπισμένη και πολιτική του φάση”. [33] Αυτός ο τελευταίος χαρακτηρισμός (πολιτική) αναφέρεται σε ένα στοιχείο κλειδί για την ήττα της καταστροφής των μηχανών: την στροφή στο ρεφορμισμό.

Από αυτό το σημείο, οι αντιρρήσεις ήταν πιο συχνά ως αποδεικτικά στοιχεία σε εγκεκρυμμένα πλαίσια, αλλά οι πράξεις εναντίωσης ήταν ακόμα ορατές. Στο Bristol για παράδειγμα, ”συστήνονταν συμμορίες άτακτων συντρόφων που πετούσαν βρομερά ψάρια, νεκρές γάτες, σκυλιά και ποντίκια και άλλα προσβλητικά βλήματα” κατά τη διάρκεια μιας εκλογικής εκστρατείας. [34] Οι οδομαχίες του ”Swing” στη νοτιοανατολική Αγγλία το 1830-1 παραπέμπουν στον αντιβιομηχανικό αγώνα. Οι έμμισθοι αγρότες που αγανάκτησαν με τις αλωνιστικές μηχανές οι οποίες μετέτρεψαν τα αγροκτήματα σε εργοστάσια κατέφυγαν στο να τα καταστρέψουν και να κάψουν την περιουσία των ιδιοκτητών. [35] Η άμεση δράση τους και η κοινοτική τους οργάνωση τους χαρακτήριζε ως Λουδίτες των αγρών. Ακόμα ένα, και μάλλον από τα τελευταία ξεσπάσματα, ήταν οι ταραχές του Plug το καλοκαίρι του 1842, όταν χίλιοι ένοπλοι εργάτες κράτησαν το Manchester για κάμποσες μέρες σε μια γενική απεργία. Αλλά η δεύτερη και η τρίτη γενιά κατέληξε να αποδεχτεί τους περιορισμούς και την υποβάθμιση των προσόντων που επέφερε η βιομηχανική εργασία. Μόνο η πείνα μπορούσε να συγκινήσει μερικούς περιθωριακούς, κυρίως χειροτέχνες υφαντουργούς, που είχαν υπερκερασθεί από τα εργοστάσια σε μεγάλο βαθμό. Αυτό που συνέβη ή που απέτυχε να συμβεί, στα κρίσιμα χρόνια από το 1800 έως το 1820 κατάσφαξε τη μοίρα των ανθρώπων. Ο τελικός νικητής ήταν ένα νέο, πολύ βαθύτερο επίπεδο εξημέρωσης.

Η Λουδίτικη πρόκληση απέναντι στη νέα τάξη ξεχώρισε και συνεχίζει να εμπνέει. Μια ακόμα λιγότερο γνωστή πτυχή ή ρεύμα ήταν αυτό της θρησκευτικής ουτοπίας, γνωστό ως χιλιασμός. Αυτό το κίνημα (ή τα κινήματα) ήρθε σε ρήξη σχεδόν με όλες τις παραδοσιακές θρησκευτικές πεποιθήσεις. Οι χιλιαστές ήταν αντικληρικοί και πολλές φορές ακόμα και αντιχριστιανοί, παίρνοντας αποστάσεις από αυτό το μέσο κοινωνικού ελέγχου, την εκκλησία της Αγγλίας. [36] Υπόσχονταν μια τεράστια μεταμόρφωση, οι προφητείες τους απείλησαν ότι ”θα γυρίσει ο κόσμος ανάποδα” όμοια με τους στόχους των κοσμικών επαναστατών. [37] Ο χιλιασμός ήταν ”προσανατολισμένος στην καταστροφή της υπάρχουσας κοινωνίας”, και οι βασιλικές αρχές πίστευαν στην πιθανότητα ότι αυτό θα μπορούσε να είναι αρκετό για να πυροδοτήσει ένα εκρηκτικό μείγμα κοινωνικής δυσαρέσκειας και μαχητικού κλίματος που θα επικρατούσε. [38]

Η ηγεσία των Μεθοδιστών, του κύριου αντίπαλου της εκκλησίας της Αγγλίας, παρατηρούσε με φρίκη τη δυναμική των Λουδιτών και το ίδιο και τα πολλά πρόσωπα του χιλιαστικού εξτρεμισμού, αρκετοί από τους οποίους είχαν αποσπαστεί από το Μεθοδισμό. Ο Πρωτόγονος Μεθοδοστικός Σύνδεσμος μεγάλωνε σταθερά παράλληλα με τους ”μαγικούς Μεθοδιστές” του δάσους του Delamere και τους ”φωνασκούντες του Kirgate” στο Leeds, ανάμεσα στα πολλά παρακλάδια των δυσαρεστημένων. [39] Κάποιοι από αυτούς (και από άλλες παρόμοιες ομάδες) αναφέρονται ρητά ως Ranters, αναγνωρίζοντας μια σύνδεση με τους Ranters (και Diggers) της χιλιαστικής εξέγερσης του 17ου αιώνα. Ήδη από τη δεκαετία του 1790 κυκλοφορούσαν φτηνές ανατυπώσεις ξεχασμένων έργων των Ranters και των Αντινομούντων. [40]

Οι Σκοτσέζοι Buchanites, οπαδοί του Elspeth Simpson Buchan, επιθυμούσαν να έχουν όλα τα πράγματα κοινά και απέρριπταν τους θεσμούς του επίσημου γάμου. Οι Wroeites που οι περισσότεροι έπλεκαν και ύφαιναν μαλλιά, πάλευαν ενάντια στην εξαφάνιση των τεχνών τους. Οι πιο πολυάριθμοι Muggletonians, υπό την ηγεσία του ράφτη Ludovic Muggle, προσέφεραν καταφύγιο στους καταπιεσμένους και τους αποκλεισμένους. Μια σειρά από χιλιαστικές θρησκείες μπορεί να βρεθεί ανάμεσα στις μυριώδεις ομάδες και σέχτες. Η Joanna Southcott, με τους χιλιάδες της Southcottians, ήταν μια φεμινίστρια αλλά όχι φανατική. Κάποιοι από τους υποστηρικτές της όπως ο Peter Morison και ο John Ward, ήταν από τους πιο θερμούς, το 1806 ο Morison κήρυξε την κατάσχεση όλης της περιουσίας που ανήκε σε πλούσιους. [41] Τα αδέρφια Richard στην Νέα Ιερουσαλήμ διακήρυξαν ότι ”τώρα είναι η ώρα της πτώσης της πόρνης Βαβυλώνας” και στο μέλλον δεν πρόκειται ξανά να υπάρξει ”ούτε πόλεμος, ούτε ένδεια”. [42] Ο Robert Wedderbum, ένας νέγρος ναύτης, προσέλκυσε ”τους πιο ακραίους και εξαθλιωμένους μαχητές” στην εκκλησία του στο Λονδίνο. [43]

Η χιλιαστική παρόρμηση, δεν ήταν καθόλου ένα απομονωμένο εκκεντρικό ή μη αντιπροσωπευτικό πάθος. Τη δεκαετία του 1790 αναδύθηκε ”σε ένα επίπεδο άγνωστο μέχρι το 17ο αιώνα”, όπως έκρινε ο ιστορικός E.P.Thomson. [44] ”Από τη δεκαετία του 1790 έως τουλάχιστον τη δεκαετία του 1830, ο μαχητικός χιλιασμός μπορούσε να αποτελέσει μια πραγματική απειλή” για το κυρίαρχο σύστημα, ακριβώς επειδή δεν δέχτηκε το κυρίαρχο πρότυπο ή δεν συμμετείχε σε αυτό. [45] Ήταν μια ενεργή κριτική των βαθειών αξιώσεων της κυρίαρχης τάξης.

Οι οικιακοί βοηθοί και οι μικρομαγαζάτορες ήταν μεταξύ των πιστών, όπως επίσης οι τεχνίτες αλλά και ζημιωμένοι βιοτέχνες που αποτελούσαν την αιχμή του δόρατος των Λουδίτικων υποστηρικτών. Το 1813, ο πρόεδρος της New Connexion George Beaumon, κατηγορήθηκε ότι ενέπνευσε τις επιθέσεις των Λουδιτών στην περιοχή του Huddersfield.

O Thomas Spence ήταν μια σημαίνουσα, αποκαλυπτική φιγούρα που άντλησε την έμπνευσή του από τους οραματιστές του 17ου αιώνα. Ανατύπωσε ένα κομμάτι των Diggers εκείνης της εποχής γραμμένο από τον Gerald Winstanley, και επίσης επιτέθηκε στην ατομική ιδιοκτησία που αντιτίθεντο στη θεϊκής προέλευσης κοινή αποθήκη. Ο Spence ήταν πεπεισμένος ότι ”ο θεός ήταν ένας πολύ διαβόητος Leveller” και ότι ήταν δυνατό και αναγκαίο για τον ταπεινό άνθρωπο να γυρίσει τον κόσμο ανάποδα. [46]

Αλίμονο, ο κόσμος δεν γύρισε ανάποδα. Η εκπολιτιστική μηχανή πέρασε μέσα από τις καταιγίδες. Η θρησκεία, στο συνηθισμένο της ρόλο, δίδαξε σεβασμό στην εξουσία και είχε ένα νέο όπλο στο οπλοστάσιό της: της εκστρατεία της ευαγγελικής αναγέννησης για βιομηχανική πειθαρχία.

Ο William Blake, της φήμης των ”σκοτεινών σατανικών εργοστασίων” ήταν μια αινιγματική ιδιοσυγκρασιακή φιγούρα που σίγουρα έπαιξε ρόλο εκείνη τη περίοδο. Χωρίς να είναι εντελώς χιλιαστής ή ρομαντικός ο Blake πήρε ως κεντρικό του θέμα ”την ανάγκη να απελευθερωθεί το ανθρώπινο πνεύμα από τον καταναγκασμό”. [47] Ξεκινώντας από έναν προσανατολισμό προς την ταξική πάλη, ο Blake εναντιώθηκε σφοδρά στη βασιλεία και την ίδια τη διακυβέρνηση. [48]

Στο έργο του Blake ”Τραγούδια της Πείρας” (1790) σημειώνεται ένας ριζοσπαστικός και χιλιαστικός προσανατολισμός και γίνεται μια ριζική κριτική των ορίων της Νέας Εκκλησίας του Swedenborgianism. Αλλά ο Blake μπορεί να χαρακτηριστεί περισσότερο ένας Ιακωβίνος ρεφορμιστής παρά ένας επαναστάτης χιλιαστής. Μπορεί να μην υπάρχει καθολική συνέπεια, όμως διαμέσου κάποιων παρατηρήσεων, στο δικό του αμίμητο στιλ, βρίσκει το στόχο. Θεωρεί το εργοστάσιο και το πτωχοκομείο ολέθριο λάθος και, όπως οι Λουδίτες, βλέπει την καταστροφή της παραδοσιακής χειροτεχνίας ως το τέλος της ακεραιότητας των εργαζόμενων ανθρώπων. Ο μηχανοποιημένος χρόνος ήταν ένας ιδιαίτερα σημαντικός στόχος: ”οι ώρες της τρέλας μετριόνταν με το ρολόι, αλλά τη σοφία κανένα ρολόι δεν μπορεί να τη μετρήσει” για παράδειγμα. [49]

Οι αντιλήψεις του Blake για τις γυναίκες και τη φύση μπορούν να θεωρηθούν αρκετά προβληματικές. Είναι δύσκολο να μην προσέξουμε τον αντιφεμινισμό του και υπάρχει μια περιφρόνηση απέναντι στη φύση, το θηλυκό και ως εκ τούτου, δευτερεύουσας σημασίας σε σχέση με το αρσενικό. Η κοινωνική αρμονία είναι ο σημαντικός στόχος, αλλά η αρμονία ή η ισορροπία με τη φύση, όπως προτάθηκε από τους ρομαντικούς ή τον William Moris, για παράδειγμα, ήταν εκτός του ενδιαφέροντος του Blake. [50] Επιθυμούσε το ”Άμεσο από την Αντίληψη ή την επιτόπια Αίσθηση”, [51] αλλά όχι για να συνδέσει αυτή την επιθυμία με το μη συμβολικό-φυσικό κόσμο.

Ο E.P. Thomsom το πήγε πράγματι πολύ μακριά λέγοντας ότι, ”ποτέ, σε καμία σελίδα του Blake, δεν υπάρχει η παραμικρή συνεργεία με το βασίλειο του Θηρίου”. [52] Πιο ακριβής ήταν η εκτίμησή του ότι μόνο λίγοι ”διατύπωσαν τέτοια έξυπνα και ακριβή χτυπήματα ενάντια στις ιδεολογικές άμυνες της κοινωνίας τους”. [53]

Οι πρώτες δύο δεκαετίες του 19ου αιώνα ήταν η καρδιά της περιόδου του ρομαντισμού, και η διάρκεια αυτού του λογοτεχνικού κινήματος αντανακλά το τι συνέβη πολιτικά και κοινωνικά αυτά τα χρόνια. Στην αρχή, ο Coleridge, o Wordsworth, o Shelley και άλλοι έδωσαν φωνή ”σε μια έκρηξη χιλιαστικού και αποκαλυπτικού ενθουσιασμού για τη νέα αυγή”. [54] Γράφοντας το 1804 ο Wordsworth αναπολούσε τη χαρά δέκα χρόνια πριν, όταν ξεκινούσε η γαλλική επανάσταση και το εργοστασιακό σύστημα δεν είχε ακόμα μετασταθεί: ”Ήταν ευλογία να είναι κανείς ζωντανός εκείνη την αυγή, αλλά το να είναι και νέος ήταν παραδείσιο”. [55] Στην πρώτη άνθισή του κυρίως, ο Ρομαντισμός προσπάθησε να συμφιλιώσει τον άνθρωπο με τη φύση, τη συνείδηση με το ασυνείδητο. Όπως το έθεσε ο Καναδός κριτικός και θεωρητικός της λογοτεχνίας Northup Frye, ”η αντίθεση ανάμεσα στο μηχανικό και το οργανικό είναι βαθιά ριζωμένη στη ρομαντική σκέψη”. [56] Ο René Wellek, ένας κριτικός της συγκριτικής λογοτεχνίας, σημείωσε ότι αυτή η σκέψη θα μπορούσε να ειδωθεί ως ”μια έξαρση του συνειδητού και του πρωτόγονου”. [57]

Γεγονότα που σύντομα θα ορίζονταν από το Μαρξ και άλλους απολογητές του βιομηχανικού συστήματος ως Πρόοδος, κατέστρεψαν όπως έχουμε δει την αισιοδοξία και κάθε αίσθηση δυνατότητας. Οι ηλιόλουστες προβλέψεις του Διαφωτισμού για την τελειότητα της κοινωνίας είχαν ήδη μετατραπεί σε στάχτες καθώς οι άνθρωποι διαχωρίζονταν όλο και περισσότερο από τη φύση και ξεκίνησε το καθεστώς της σύγχρονης, βιομηχανικής σκλαβιάς. Μια τεράστια αίσθηση απογοήτευσης καταπλάκωσε τις προηγούμενες προσδοκίες, οι οποίες καταστράφηκαν γρήγορα από κάθε καινούργια πρόοδο του βιομηχανικού καπιταλισμού. Από αυτό το σημείο και μετά, η απογοήτευση, η ανία και η πλήξη έγιναν κεντρικά χαρακτηριστικά της ζωής στη Δύση.

Ο William Wordsworth αναγνώρισε την ύπαρξη και τη σημασία του πνεύματος της άγριας φύσης, στο οποίο ο Blake αντιστάθηκε. Ο Wordsworth συγκινήθηκε ιδιαίτερα από την πτώση της οικιακής ή προβιομηχανικής παραγωγής και την αρνητική της επίπτωση στους φτωχούς και τις οικογένειες τους. [58] Οι στερήσεις, μια αίσθηση αυτού που έχει πια χαθεί, είναι το βασικό θέμα στο Wordsworth. Η γνωστή του παρακμή ως ποιητής μετά το 1807 μοιάζει να συνδέεται με την απαισιοδοξία, ακόμη και απόγνωση, που άρχισε να παίρνει το πάνω χέρι. Είδε πως ο παγιωμένος λόγος του διαφωτισμού είχε αποτύχει, και εγκατέλειψε τη φύση ως πηγή αξίας ή ελπίδας.

Η αγωνία του Samuel Taylor Coleridge για τη διάβρωση της κοινότητας τον οδήγησε στην παραίτηση και τα ναρκωτικά. Το έργο του ”πάχνη του αρχαίου ναυτικού” μαρτυρεί τη διάβρωση των αξιών και την απουσία της κοινότητας. Τα ποίηματά του ”Μιχαήλ” συμπληρώνουν μια σειρά σχετική με την εγκατάλειψη και την απώλεια άνευ νοήματος. Ένας μεγάλος ποιητής που επέστρεψε πίσω στην Αγγλικανική ορθοδοξία – όπως και ο Wordsworth- και στο συντηρητικό εθνικισμό.

Κάποιος που κράτησε ζωντανή τη φλόγα του απελευθερωτικού ρομαντισμού για περισσότερο καιρό ήταν ο Percy Bysshe Shelley. Όντας επηρεασμένος από τον αναρχικό William Godwin, το έργο του Shelley ” Queen Mab” περιέχει αυτές τις γραμμές:

Η εξουσία, όπως ένας απελπισμένος λοιμός,

Μολύνει ό,τι αγγίζει, και η υπακοή,

Ο όλεθρος όλων των ιδιοφυών,της αρετής, της ελευθερίας και της αλήθειας,

Κάνει τους ανθρώπους σκλάβους, και, τον ανθρώπινο σκελετό,

Ένα μηχανοκίνητο αυτόματο.(III,176) [59]

Το έργο του Shelley ”Μάσκα της Αναρχίας” (1819) είναι ένα οργισμένο κάλεσμα στα όπλα μετά την επίθεση της κυβέρνησης κατά των διαδηλωτών,που είναι γνωστή ως σφαγή του Peterloo (πχ ”Εξεγερθείτε σαν τα λιοντάρια μετά το Λήθαργο/ σε ακατανίκητο αριθμό”). [60] Αλλά και αυτός έσβησε, έχασε το δρόμο του. Το έργο του Hyperion απέτυχε και το σημαντικό του έργο ”Προμηθέας χωρίς αλυσίδες”, παρουσιάζει μια μπερδεμένη εικόνα. Μέχρι το 1820 το πάθος του είχε κατασταλεί.

Από αριστοκρατική καταγωγή, ο George Gordon, o λόρδος Byron διακρινόταν από μια διά βίου μαχητικότητα. Τάχθηκε ενάντια στη μετατροπή του σπασίματος των μηχανών σε κακούργημα, και υπερασπίστηκε τους εξαθλιωμένους. Η θρασύς αμφιφυλοφιλική συμπεριφορά του σόκαρε την κοινωνία που εκείνος απεχθανόταν, με τον Childe Harrold και τον Δον Ζουαν, παραβάτες που γλίτωσαν από την τιμωρία που τους άξιζε και απέκτησαν αίγλη. Ο Byron έβλεπε τη φύση σαν αυταξία, η ποίησή του συνυφασμένη με τη φύση είναι αντίστοιχα ενστικτώδης και άμεση (όπως και εκείνη του σύγχρονού του John Keats).

Ήταν ο πιο διάσημος ζωντανός Άγγλος, αλλά έφυγε από την Αγγλία το 1816, πρώτα για να ενισχύσει τις δυνάμεις των καρμπονάρων ανταρτών στην Ιταλία και αργότερα στο πλευρό των Ελλήνων επαναστατών, ανάμεσα στους οποίους και πέθανε το 1824. Είχε δηλώσει: ”απλοποίησα την πολιτική μου αντίληψη σε μια απόλυτη αποστροφή απέναντι σε όλες τις κυβερνήσεις”. [61]

Ο λογοτεχνικός σχολιαστής Dino Falluga αναγνώρισε ότι κάποιοι γιόρτασαν το θάνατο του Byron και όσων πρέσβευε. Ο βικτωριανός μυθιστοριογράφος Edward Bulwer Lytton έγραψε μερικές δεκαετίες μετά το γεγονός ότι χάρις στο θάνατο του Byron η κουλτούρα ήταν σε θέση να εξελιχθεί. Εξοικειώνεται με το εργοστάσιο περισσότερο απ’ ότι υπερασπίζεται Δονκιχοτικά τoυς Λουδίτες όπως έκανε ο Byron. [62] Οι επιδιώξεις για αλλαγή, τελικά εξέπνευσαν μαζί με τον Byron, αν όχι νωρίτερα. Η αίσθηση της ματαιότητας μαζί με τις προσωπικές απογοητεύσεις, και επιπλέον μαζί με μια γενικευμένη χρόνια πλέον κατάσταση. Τώρα, ο μοναχικός ποιητής γίνεται ένα αληθινό εξάρτημα, αληθινό στη πραγματικότητα που ο ποιητής -και όχι μόνο ο ποιητής- χάνει την τελευταία πηγή ζωής, τον αυτοέλεγχο του. Μια από τις πιο βαθιές απώλειες εκείνης της εποχής, μάλλον η βαθύτερη. Η εποχή του τέλους της αυτονομίας και της ελπίδας να αλλάξουν τα πράγματα.

Το Γοτθικό μυθιστόρημα αντιπροσωπεύει τη σκοτεινή εκδοχή του ρομαντισμού. Είχε ξεκινήσει δεκαετίες πριν με το ενάντια στο διαφωτισμό έργο του Horace Walpole ”Το κάστρο του Otranto” (1764) και επιβίωσε σημαντικά στο ρομαντισμό. Η άνοδός του προτείνει αντίσταση στις ιδέες της προόδου και της ανάπτυξης. Οι πιο ψυχαναλυτικά προσανατολισμένοι βλέπουν το Γοτθικό ως μια επιστροφή όσων είχαν παραμεριστεί: ”Μια εξέγερση ενάντια σ’ ένα περιοριστικό νεοκλασικό ιδανικό της τάξης και της ενότητας, προκειμένου να ανακτηθεί το κατεσταλμένο πρωτόγονο και η βάρβαρη φαντασιακή ελευθερία”. [63]

Ένα κοινό χαρακτηριστικό πολλών γοτθικών μυθιστορημάτων είναι η αναπόληση ενός απλούστερου και πιο αρμονικού κόσμου, μια σύνδεση με το ρουσωικό πριμιτιβισμό. Η εξέγερση του γοτθικού ενάντια στο νέο μηχανιστικό μοντέλο για την κοινωνία συχνά εξιδανικεύει το μεσαιωνικό κόσμο (εξ’ ου και γοτθικό) σαν έναν κόσμο οργανικής ολότητας.

Αλλά αυτό το μάλλον χρυσό παρελθόν δύσκολα θα μπορούσε να αναγνωριστεί μέσα από τον παραμορφωτικό τρόμο στα χρόνια που μεσολάβησαν. Τα γοτθικά ερείπια και οι ζωγραφιές των στοιχειωμένων σπιτιών αντανακλούσαν την παραγωγή πραγματικών ερειπίων, πραγματικών εφιαλτών. Το τραύμα της πλήρως Διαφωτισμένης νεωτερικότητας βρίσκει την ηχώ του στις απάνθρωπες λογοτεχνικές συνθέσεις όπου ο εαυτός είναι ανέλπιδα χαμένος και παντελώς κατεστραμμένος.

Αμέσως έρχεται στο μυαλό η διαφθορά του ”The monk” του Mathew Lewis, που θαυμάστηκε από τον Μαρκήσιο Ντε Σαντ, όπως έκανε και ο Φρανκενστάιν της Mary Shelley, που δαιμονοποίησε την ίδια του τη δημιουργία. Σύντομα όμως το γοτθικό έγινε ένα τόσο μηχανιστικό είδος όσο και η κοινωνική τάξη που απέρριπτε. Τα στερεότυπα προϊόντα του εξακολουθούν ακόμα να αναδύονται.

Η διαμόρφωση ενός εύπλαστου χαρακτήρα, προσαρμόσιμου στις προσταγές της βιομηχανικής ζωής, ήταν αποφασιστικής σημασίας για τους διάφορους διαχειριστές στις αρχές του 19ου αιώνα. Ως εκ τούτου, ένα βασικό επιχείρημα για την υποστήριξη των σχολείων αποτελεί το ότι ήταν ”μια μορφή κοινωνικής εξασφάλισης”. [64] Στον επίλογό του ο ιστορικός Eric J. Evans γράφει: ”Μέχρι το 1815, η συζήτηση δεν ήταν για το εάν η εκπαίδευση των κατώτερων τάξεων ήταν σωστή, αλλά το σε ποιό βαθμό θα έπρεπε να παρέχεται”. [65]

Ο κατασκευαστής σερβίτσιων Thomas Wedgood ήθελε ένα αυστηρό, πειθαρχημένο σύστημα εκπαίδευσης και προσπάθησε να στρατολογήσει τον Wordsworth ως επιστάτη του. Η απάντησή του στο Προοίμιο, περιέχει αυτές τις τσουχτερές γραμμές:

Οι οδηγοί, οι φύλακες των σχολών μας,

και οι επόπτες της εργασίας μας, οι άγρυπνοι άνδρες

και οι επιδέξιοι στην τοκογλυφία του χρόνου,

Σοφοί, οι οποίοι με την πρόγνωσή τους θα ελέγχουν

Όλα τα ατυχήματα και τα συναφή

τα οποία έχουν διαμορφώσει για να μας περιορίζουν

όπως τις μηχανές.

Τα ιδιωτικά, συνήθως χριστιανικά σχολεία, λάμβαναν κάποια κυβερνητική επιδότηση αλλά ένα εθνικό σύστημα εκπαίδευσης ήταν ακόμα μακριά.

Οι εξεγερμένοι για την τροφή, όσοι έσπαγαν τις περιφράξεις, για να μην αναφέρουμε τους Λουδίτες, θα μπορούσαν να καταλήξουν στην αγχόνη, αλλά μια σύγχρονη, ένστολη αστυνομική δύναμη δεν είχε εμφανιστεί πριν το τυποποιημένο σχολικό σύστημα. Παρόλο που οι εξουσιαστές είχαν μεγάλη ανάγκη επιβολής του νόμου, αντιμετώπιζαν τη βαθιά ριζωμένη εχθρότητα της πλειοψηφίας.

Η επικρατούσα αντίληψη έκρινε ότι η προσωπική ηθική δεν θα έπρεπε να υπόκεινται στον έλεγχο των ένοπλων δυνάμεων της κοινωνίας και του νόμου. Η αστυνομία θεωρούνταν αντίθετα ως ”πληρωμένοι πράκτορες του κράτους που έδιναν πληροφορίες για τους γείτονές τους και παρενέβαιναν στην ιδιωτική τους ζωή”. [66]

Ένστολοι αστυνομικοί υπήρχαν στους δρόμους του Λονδίνου μετά το πέρασμα της δράσης της μητροπολιτικής αστυνομίας το 1820, αλλά η έντονη αντιπάθεια για το νέο θεσμό συνεχίστηκε. Σε μια διαδήλωση για την πολιτική αλλαγή στο Coldbath Fields, στο Λονδίνο το 1833, ξέσπασε μια σύγκρουση και τραυματίστηκαν τρεις αξιωματικοί, ο ένας θανάσιμα. Η ετυμηγορία του ιατροδικαστή στο δικαστήριο μιλούσε για δικαιολογημένη ανθρωποκτονία. [67]

Η αλλαγή προς μια επίσημη αστυνόμευση ήταν μόνο μία όψη της επιβαλλόμενης κοινωνικής μετατόπισης που ήταν ήδη σε εξέλιξη. Ο αυξανόμενος έλεγχος των ηθών εισήγαγε νόμους ενάντια στη ”προσβολή της δημοσίας αιδούς” και άλλα κατασταλτικά μέτρα που κατοχυρώθηκαν στην ”πράξη περί αλητείας” το 1824. Αυτό ήταν μέρος της μετάβασης από μια ”ευρέως κοινοτική σε μια πρωταρχικά κρατικά προσανατολισμένη, γραφειοκρατικά οργανωμένη και επαγγελματικά υποστηριγμένη αστική κουλτούρα”, σύμφωνα με τα λόγια του ιστορικού M.S.P. Roberts. [68] Η απραξία ήταν ένα σημάδι από το συνολικό βιομηχανικό μέλλον, όπου εισήχθη η γραμμή παραγωγής. Περιττό να πούμε πως η απραξία ανάμεσα στους πλούσιους είναι πολύ διαφορετική. Άνευ αδείας συναθροίσεις δέχονταν καταστολή, παρόλο που έδειχναν σημαντική δύναμη παραμονής στο μέρος, η πράξη περί αλητείας είχε ως στόχο μια σειρά από ποικίλες δημοφιλείς διασκεδάσεις. Η απαγόρευση των αιματηρών θεαμάτων όπως οι κοκορομαχίες και το ”δόλωμα στον ταύρο” μπορεί να θεωρούνται ως μια θετική κίνηση, όμως δεν γινόταν καμιά συζήτηση για την απαγόρευση του κυνηγιού της αλεπούς, του λαγού ή των ελαφιών.

Καθοδηγούμενη από το κίνημα της περίφραξης σαν βάση, η ιδιωτικοποίηση χτύπησε όλα τα επίπεδα. Η ιδιωτικότητα έτεινε να παραγκωνίσει το κοινωνικό και η ευτυχία έγινε οικογενειακή υπόθεση. [69] Η περίφραξη σήμανε μια απολυτοποίηση της ατομικής ιδιοκτησίας, η διασκέδαση ήταν όλο και πιο ιδιωτική και περιορισμένη. Το ίδιο το σπίτι έγινε όλο και περισσότερο συγκεκριμένα χωρισμένο, απομονώνοντας τα μέλη της οικογένειας ακόμα και μέσα στο νοικοκυριό. [70] Η κίνηση είναι προς τον διαχωρισμό των φύλων και την εξειδίκευση των γυναικών στα του σπιτιού. Η οικογένεια και ο εσωτερικός καταμερισμός εργασίας της ολοκληρώθηκαν με την άνοδο της βιομηχανίας.

Η καταναλωτική ζήτηση για φτηνά βιομηχανικά προϊόντα ήταν ένα σημαντικό αναπτυσσόμενο στοιχείο για τη βιομηχανική επανάσταση. Αυτή η ”ζήτηση” δεν ήταν ακριβώς αυθόρμητη, οι νέες επιθυμίες ήταν τώρα ευρέως διαφημιζόμενες και προωθούμενες, συμπληρώνοντας το κενό όσων είχαν απολεσθεί. Η παρακμή της παραδοσιακής αυτάρκειας ήταν παντού εμφανής, για παράδειγμα η μπίρα και το ψωμί αγοράζονταν τώρα πιο συχνά απ’ ότι φτιάχνονταν στο σπίτι. Τυποποιημένα προϊόντα και τυποποιημένη εθνική γλώσσα έρρεαν παντού. [71]

Μια μεγαλύτερη έμφαση στην ανάγκη για τακτική, προβλέψιμη εργασία παρουσιάζεται με την επικράτηση των ρολογιών στα εργοστάσια, των χρονοδιαγραμμάτων και των πλάνων, καθώς επίσης και με τα ρολόγια στα σπίτια και τα προσωπικά ρολόγια που από αντικείμενα πολυτελείας κάποτε, έγιναν καταναλωτικές αναγκαιότητες. Από τη δεκαετία του 1820, άρχισαν να αναπαράγονται νοσταλγικές εικόνες χρησιμοποιώντας τα είδη της τεχνολογίας που εξάλειψαν τον χαμένο, αναπολούμενο κόσμο. [72] Όσο ένας σχετικά αυτοσυντηρούμενος τρόπος ζωής -η αγροτική κοινωνία- τελείωνε τόσο πιο γρήγορα ένα εμπορεύσιμο αντικείμενο γινόταν μελαγχολικά ενδεχόμενο.

Ο Bulwer-Lytton έγραψε το 1833 για τα κυρίαρχα πρότυπα της ευπρέπειας και της συμμόρφωσης: ”Οι Άγγλοι του σήμερα δεν είναι οι Άγγλοι που ήταν είκοσι χρόνια πριν”. [73] Οι εκτροπές που πολλοί είχαν απολαύσει στη ζωή τους, -η δημόσια οινοποσία, οι πολλές διακοπές από τη δουλειά, οι θορυβώδεις υπαίθριες εκθέσεις κλπ– αντιμετωπίζονταν ως επαίσχυντα και αηδιαστικά στα πλαίσια της νέας τάξης.

Δεδομένου ότι ο μέσος άνθρωπος γινόταν υποτονικός και εξημερωμένος, λίγοι μόνο εξαγριώνονταν. Η βιομηχανική νεωτερικότητα προανήγγειλε αυτό που είναι τόσο σημαντικό σήμερα, την κουλτούρα των διάσημων. Ο επιδεικτικός ηθοποιός Thomas Kean ήταν ένα πρώιμο αστέρι, αλλά κανείς δεν ξεπέρασε τη φήμη του Byron. [74] Ήταν ένας από τους πρώτους που λάμβανε εκούσια μαζική αλληλογραφία. Η μαζοποιημένη ζωή ξεκίνησε επίσης με μια διαδεδομένη ψυχική εξαθλίωση. Το πιο διάσημο βιβλίο του 1806 ήταν ”Οι δυστυχίες της ανθρώπινης ζωής”, που μαρτυρούσε την μεγάλης κλίμακας κατάθλιψη και άγχος που είχαν ήδη μετατραπεί στα αναπόφευκτα φρούτα της σύγχρονης υποδούλωσης.

Η πόρτα που αναγκάστηκε να ανοίξει αποφασιστικά μεταξύ του 1800 και του 1820 μιλώντας γενικά (και το εννοώ γενικά), εγκαινίασε την υπερθέρμανση του πλανήτη και την πρωτοφανή αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού. Η παγκοσμιοποιημένη βιομηχανοποίηση είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από τις δύο αυτές εξελίξεις. Μία εμβαθυνόμενη τεχνολογική διάσταση γίνεται όλο και πιο συναρπαστική και καθοριστική οδηγώντας στην απώλεια νοήματος, πάθους και σύνδεσης. Η πορεία αυτή φτάνει σε συνεχώς νέα επίπεδα, με ένα διαρκώς επιταχυνόμενο ρυθμό. Ήδη από τη δεκαετία του 1950, η νέα τεχνολογία χαιρετίστηκε από πολλούς ως η ”δεύτερη βιομηχανική επανάσταση”. [75] Το 1960, ο εκπαιδευτικός Clark Kerr και κάποιοι άλλοι ανακοίνωσαν ότι ο κόσμος μπαίνει σε μια νέα εποχή, την εποχή της απόλυτης βιομηχανοποίησης. [76]

Καθώς ο 19ος αιώνας τελείωνε, ο William Moris που αντιπαθούσε όλες τις μηχανές, συμπέρανε ότι ”πέρα από την επιθυμία να παράγω όμορφα προϊόντα, το μεγαλύτερο πάθος της ζωής μου είναι το μίσος μου για το σύγχρονο πολιτισμό”. [77] Στο ”Νέα από την Ουτοπία” το μυθιστόρημα που εξέδωσε το 1850 συνδυάζει τον ουτοπικό σοσιαλισμό και την ελαφριά επιστημονική φαντασία, εκφράζει μια θαυμάσια αντιστροφή της προοπτικής, στην οποία ο χαρακτήρας του Ellen μιλάει από ένα χρονικό σημείο όπου η τεχνο-ερήμωση έχει αποφευχθεί: ”Και ακόμα και τώρα, όπου όλα έχουν νικηθεί και έχει περάσει πολύς καιρός, η καρδιά μου αρρωσταίνει ακόμα και στη σκέψη όλης εκείνης της ζωής που χάσαμε για τόσα πολλά χρόνια”. ”Για τόσους πολλούς αιώνες, είπε εκείνη, για τόσα πολλά χρόνια”. [78]

Σημειώσεις

1 Ugo Perone, The Possible Present (Albany: State University of New York Press, 2011), p. 60.

2 T.S. Ashton, An Economic History of England: the 18th Century, vol. 3 (London: Methuen, 1955), p. 125.

3 G.W. Dimbleby, The Development of British Heathlands and their Soils (Oxford: Clarendon Press, 1962), e.g. pp. 29, 44.

4 Arnold J. Toynbee, A Study of History, vol. I (London: Oxford University Press, 1934-1958), p. 8.

5 Oswald Spengler, The Decline of the West, vol. II (New York: Alfred A. Knopf, 1928), e.g. p. 78.

6 Ibid., p. 503.

7 Harold Perkin, The Origins of Modern English Society, 1780-1880 (London: Routledge & Kegan Paul, 1969), p. 125.

8 E.P. Thompson, The Making of the English Working Class (New York: Vintage Books, 1966), p. 583.

9 Joseph Gabel, False Consciousness: An Essay on Reification (Oxford: Basil Blackwell, 1975).

10 Michel Foucault, The Order of Things (New York: Vintage Books, 1970), p. 161.

11 Robert N. Bellah, ed., Emile Durkheim on Morality and Society (Chicago: University of Chicago Press, 1973), p. 86.

12 Somewhat recent scholarship has challenged Ashton, Landes and others as having overgeneralized the irregularity of pre-industrial work habits; E.G. Mark Harrison, Crowds and History (New York: Cambridge University Press, 1988), ch. 5, esp. p. 111. But the overall description seems valid.

13 F.M.L. Thompson, The Cambridge Social History of Britain 1750-1950, vol. 2 (New York: Cambridge University Press, 1990), pp. 129, 130.

14 Ashton, op. cit., p. 117.

15 Robert Reid, Land of Lost Content: the Luddite Revolt, 1812 (London: Heinemann, 1986), pp. 294-295.

16 Quoted in Ben Wilson, Decency and Disorder: the Age of Cant 1789-1837 (London: Faber and Faber, 2007), p. 356.

17 Ibid., p. 74.

18 E.P. Thompson, “The Crime of Anonymity,” in Douglas Hay et al., eds., Albion’s Fatal Tree: Crime and Society in Eighteenth-Century England (New York: Verso, 2011), p. 277.

19 Ian R. Christie, Stress and Stability in Late Eighteenth-Century Britain (Oxford: Clarendon Press, 1984), pp. 150-151.

20 Nicholas Rogers, Crowds, Culture, and Politics in Georgian Britain (Oxford: Clarendon Press, 1998), p. 229.

21 Thompson in Hay et al., op. cit., p. 275.

22 Neil J. Smelser, “Sociological History,” in M.W. Flinn and T.C. Smout, eds., Essays in Social History (Oxford: Clarendon Press, **1874), pp. 31-32.

23 Asa Briggs, “The Language of ‘Class’ in Early Nineteenth-Century England,” in Flinn and Smout, op. cit., p. 154.

24 Perkin, op. cit., p. 213.

25 Smelser, op. cit., p. 31.

26 Katrina Navickas, “The Search for ‘General Ludd’: the Mythology of Luddism,” Social History 30:3 (August 2005).

27 Reid, op. cit., pp. 59-60.

28 The radical impulse in Ireland was diverted into Ribbonism, somewhat like Luddism, but lost in a nationalist emphasis. Simon Edwards “Nation and State,” in Zachary Leader and Ian Haywood, eds., Romantic Period Writings 1798-1832: An Anthology (New York: Routledge, 1998), p. 125.

29 Kirkpatrick Sale, Rebels Against the Future: the Luddites and their War on the Industrial Revolution (Cambridge, MA: Perseus, 1996), p. 17.

30 E.P. Thompson, The Making of the English Working Class, p. 585.

31 Rogers, op. cit., p. 238.

32 For the conservative role of unions see John Zerzan, “Who Killed Ned Ludd?” in John Zerzan, Elements of Refusal (Columbia, MO: C.A.L. Press, 1999), pp. 205-211.

33 Edward Royle, Revolutionary Brittania?: Reflections on the Threat of Revolution in Britain, 1789-1848 (Manchester: Manchester University Press, 2000), p. 51.

34 M. Harrison, op. cit., p. 179.

35 Roland Quinault, “The Industrial Revolution and Parliamentary Reform,” in Patrick K. O’Brien and Roland Quinault, eds., The Industrial Revolution and British Society (New York: Cambridge University Press, 1993), p. 197.

36 J.F.C. Harrison, The Second Coming: Popular Millenarianism 1780-1850 (New Brunswick, NJ: Rutgers University Press, 1979), p. 10.

37 Iain McCalman, Radical Underworld (New York: Cambridge University Press, 1988), p. 61.

38 J.F.C. Harrison, op. cit., pp. 50, 77.

39 Eric J. Evans, The Forging of the Modern State: Early Industrial Britain, 1783-1870 (New York: Longman, 1983), p. 53.

40 Iain McCalman, “New Jerusalem: Prophesy, Dissent and Radical Culture in England, 1786- 1830,” in Knud Haakonsen, ed., Enlightenment and Religion: Rational Dissent in Eighteenth Century Britain (New York: Cambridge University Press, 1996), p. 324.

41 J.F.C. Harrison, op. cit., p. 127.

42 Quoted in E.P. Thompson, The Making of the English Working Class, op. cit., p. 118.

43 I. McCalman, op. cit., p. 139.

44 E.P. Thompson, Making, op. cit., p. 116.

45 E. Royle, op. cit., p. 45.

46 I. McCalman, op. cit., p. 63.

47 Shiv Kumar, “The New Jerusalem of William Blake,” in Shiv Kumar, ed., British Romantic Poets (New York: New York University Press, 1966), p. 169.

48 Michael Ferber, The Social Vision of William Blake (Princeton: Princeton University Press, 1985), pp. 191-192.

49 Quoted in Ibid., p. 135.

50 Ibid., pp. 83, 86, 99, 105.

51 Quoted in Heather Glen, Blake’s Songs and Wordsworth’s Lyrical Ballads (New York: Cambridge University Press, 1983), p. 206.

52 E.P. Thompson, Witness against the Beast: William Blake and the Moral Law (New York: Cambridge University Press, 1983), p. 229.

53 Ibid., p. 114.

54 Carl Woodring, Politics in English Romantic Poetry (Cambridge, MA: Harvard University Press, 1970), p. 47.

55 Quoted in R.W. Harris, Romanticism and the Social Order (London: Blandford Press, 1969), p. 178.

56 Northrup Frye, “The Drunken Boat,” in Northrup Frye, ed., Romanticism Reconsidered (New York: Columbia University Press, 1963), p. 7.

57 Rene Wellek, “Romanticism Reconsidered,” in Frye, op. cit., p. 117.

58 R.W. Harris, op. cit., p. 193.

59 Quoted in Ibid., p. 288.

60 Quoted in Ibid., p. 299

61 Quoted in Ibid., p. 361.

62 Dino Franco Felluga, The Perversity of Poetry: Ideology and the Popular Male Poet of Genius (Albany: State University of New York Press, 2004), p. 133.

63 Maggie Kilgour, The Rise of the Gothic Novel (New York: Routledge, 1995), p. 3.

64 A.P. Wadsworth, “The First Manchester Sunday Schools,” in Flinn and Smout, op. cit., p. 101.

65 E. Evans, op. cit., p. 54.

66 E.P. Thompson, “Time, Work-Discipline, and Industrial Capitalism,” Past and Present 38:1 (1967), p. 97.

67 B. Wilson, op. cit., p. 261.

68 M.J.D. Roberts, “Public and Private in Early Nineteenth Century London: the Vagrant Act of 1822 and its Enforcement,” Social History 13:3 (October 1988), p. 294.

69 Robert W. Malcomson, Popular Recreations in English Society, 1700-1850 (Cambridge: Cambridge University Press, 1973), p. 156.

70 Jurgen Habermas, The Structural Transformation of the Public Sphere (Cambridge MA: MIT Press, 1989), p. 45.

71 Fiona Stafford, Local Attachments: the Province of Poetry (New York: Oxford University Press, 2010), pp. 84-85.

72 David Bindman, “Prints,” in I. McCalman, op. cit., p. 209.

73 Quoted in B. Wilson, op. cit., p. 316.

74 Tom Mole, Romanticism and Celebrity (New York: Cambridge University Press, 2009), p. 228.

75 For example, Norbert Weiner, The Human Use of Human Beings (London: Eyre and Spottiswoode, 1954).

76 Clark Kerr et al, Industrialism and Industrial Man (Cambridge MA: Harvard University Press, 1960), p. 1.

77 Quoted in E.P. Thompson, William Morris: Romantic to Revolutionary (New York, Pantheon Books, 1977), p. 125.

78 William Morris, News from Nowhere (New York: Routledge, 1970), p. 176.

 

* Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Fifth Estate, στο τεύχος του καλοκαιριού 2013 με τίτλο:

“Industrialism and its discontents – The Luddites and their inheritors”

Έντυπο ‘Εκ-μεταλλευτικά Νέα’

 

Πηγή: Ανοιχτό Συντονιστικό Θεσσαλονίκης Ενάντια στα Μεταλλεία Χρυσού

ekmetalleutika-nea

 

Έντυπο που τυπώθηκε το Σεπτέμβρη του 2013 σε 1500 αντίτυπα από το Ανοιχτό Συντονιστικό Θεσσαλονίκης ενάντια στα μεταλλεία χρυσού.

Μπορείτε να το κατεβάσετε σε μορφή pdf εδώ.

Ποιος σκότωσε τον Ned Ludd; (John και Paula Zerzan)

Πηγή: Αδάμαστο

ned-ludd

”Ένα ομοίωμα του Ned Ludd από papier maché είναι ένα από τα σύμβολα των καιρών που πέρασαν, κάτι που μας υπενθυμίζει ποια θα ήταν η στάση των εργατών εάν τα συνδικάτα δεν είχαν αναπτυχθεί ισχυρά και αποτελεσματικά”.

Από το περιοδικό ”Εργασία” της πανβρετανικής συνδικαλιστικής ένωσης (TUC), την περίοδο της έκθεσης παραγωγής το 1956.

 

Στην Αγγλία, το πρώτο βιομηχανικό κράτος και με αφετηρία την υφαντουργία – την πρώτη και κύρια επιχείρηση του εκεί κεφαλαίου – εξαπλώθηκε πλατιά (ανάμεσα στα 1810 με 1820), το επαναστατικό κίνημα γνωστό ως Λουδισμός (Luddism). Η πρόκληση των εξεγέρσεων των Λουδιτών – και η ήττα τους – είχε μεγάλη σημασία για την μετέπειτα πορεία της σύγχρονης κοινωνίας. Οπωσδήποτε, η καταστροφή των μηχανών, το κύριο όπλο τους, είχε εμφανισθεί νωρίτερα απ’ αυτή την περίοδο` ο Ντάρβαλ την όρισε επακριβώς ως «μόνιμη» καθ’ όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα, και σε καλές και σε κακές περιόδους και, οπωσδήποτε, δεν περιοριζόταν ούτε στους εργάτες υφαντουργίας ούτε στην Αγγλία. Εργάτες, αγρότες, ανθρακωρύχοι, μυλωνάδες και πολλοί άλλοι συμμετείχαν στην καταστροφή των μηχανών, συχνά ενάντια σ’ ό,τι θα μπορούσε γενικά να ορισθεί ως «τα ίδια τα οικονομικά τους συμφέροντα». Παρόμοια, όπως μας θυμίζει ο Φίλοπ-Μίλλερ, οι εργάτες της Ερπέν και της Εξ-λα-Σαπέλ (Άαχεν) ήταν εκείνοι οι οποίοι κατέστρεψαν το σημαντικό εργοστάσιο Κοκρίλ, οι υφαντουργοί του Σμόλεν και του Κριμιτσάου εκείνοι που κατέστρεψαν τους μύλους αυτών των πόλεων, και αμέτρητοι άλλοι στην αυγή της Βιομηχανικής Επανάστασης.

Παρ’ όλα αυτά, οι Άγγλοι εργάτες υφαντουργίας – πλέκτες, υφαντές, κλώστες, κόπτες, κουρείς και λοιποί – ήταν εκείνοι που ξεκίνησαν ένα κίνημα το οποίο «με γνήσια επαναστατική ορμή σπάνια εξαπλώθηκε πιο πλατιά στην ιστορία της Αγγλίας», όπως έγραψε ο Τόμσον, και που αποτελούσε ίσως μιαν υποβάθμιση της σημασίας του. Μολονότι αναγνωρίζεται γενικά σαν τυφλό, ανοργάνωτο, αντιδραστικό, περιορισμένο και αναποτελεσματικό κίνημα, αυτή η ενστικτώδης εξέγερση ενάντια στη νέα οικονομική τάξη υπήρξε πολύ πετυχημένη για ένα μικρό χρονικό διάστημα κι είχε επαναστατικούς σκοπούς. Ήταν ισχυρότερο στις πιο ανεπτυγμένες περιοχές, ιδιαίτερα στις κεντρικές και βόρειες περιοχές της χώρας. Οι Times, στις 11 Φλεβάρη του 1812, αναφέρουν «την εκδήλωση ανοιχτού πολέμου» στην Αγγλία. Ο ανθυπολοχαγός Γουντ έγραψε στον υπουργό Φίτζγουίλλιαμ στις 17 Ιούνη, ότι «εκτός απ’ τις περιοχές που ήταν υπό τον έλεγχο του στρατού, η χώρα βρισκόταν ουσιαστικά στα χέρια ανόμων».

Οι Λουδίτες ήταν όντως ακαταμάχητοι αρκετές φορές κατά την δεύτερη δεκαετία του αιώνα, αναπτύσσοντας υψηλό ηθικό και αυτοσυνείδηση. Κατά τη γνώμη των Κολ και Ποστγκέιτ, «σίγουρα, τίποτε δε σταματούσε τους Λουδίτες». Οι στρατιώτες έτρεχαν πέρα-δώθε απελπισμένα, αμήχανοι εξαιτίας της σιωπής και της συνεργίας των εργατών. Επιπλέον, η εξέταση των εφημερίδων, των επιστολών και των φυλλαδίων της εποχής εκείνης, αποκαλύπτει τη δεδηλωμένη πρόθεση για εξέγερση ` για παράδειγμα «πρέπει ν’ ανατρέψουμε όλους τους ευγενείς και τους τυράννους» όπως αναφέρει ένα φυλλάδιο που μοιράστηκε στο Ληντς. Αποδείξεις συγκεκριμένων γενικών επαναστατικών προετοιμασιών αφθονούσαν, για παράδειγμα στο Γιορκσάιρ και στο Λανκασάιρ ήδη απ’ τα 1812.

Πλήθος ιδιοκτησιών καταστράφηκε, συμπεριλαμβανομένου ενός τεράστιου αριθμού αργαλειών, οι οποίοι είχαν σχεδιασθεί εκ νέου για την παραγωγή αγαθών κατώτερης ποιότητας. Στην πραγματικότητα, το κίνημα πήρε τ’ όνομα του απ’ τον νεαρό Νεντ Λουδ (Ludd), ο οποίος, αντί να εκτελέσει την προδιαγεγραμμένη, ασήμαντη εργασία του, προτίμησε να πάρει μια βαριά και να ορμήσει στους αργαλειούς που βρίσκονταν γύρω του. Αυτή η εμμονή είτε στον έλεγχο της παραγωγικής διαδικασίας, είτε στον εκμηδενισμό της, διέγειρε τη λαϊκή φαντασία και πρόσφερε στους Λουδίτες ουσιαστικά μια ομόφωνη υποστήριξη. Ο Χομπσμπάουμ δήλωνε ότι υπήρχε «υπερβολική συμπάθεια για τους καταστροφείς των μηχανών σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού», μια κατάσταση η οποία μέχρι το 1813, σύμφωνα με τον Τσώρτσιλ, «είχε αποκαλύψει μια πλήρη απουσία μέσων διατήρησης της δημόσιας τάξης». Η καταστροφή των αργαλειών είχε μετατραπεί σε επίθεση κατά του κεφαλαίου στο 1812 και μια όλο και μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη που υπερέβαινε αριθμητικά το σύνολο των στρατιωτών που διέθετε ο Ουέλλιγκτον εναντίον του Ναπολέοντα, ήταν αναγκαίο ν’ αποσταλεί για την αναχαίτιση της. Ο στρατός, όμως, ήταν όχι μόνο κατακερματισμένος σε μικρές μονάδες, αλλά συχνά θεωρούνταν κι αναξιόπιστος, εξαιτίας της συμπάθειας των στρατιωτών για την υπόθεση των Λουδιτών και της παρουσίας πολλών Λουδιτών στις γραμμές τους. Παρόμοια, το κράτος δεν μπορούσε να βασιστεί στις τοπικές δικαστικές και στρατιωτικές αρχές και το ευρύ σύστημα χαφιέδων που δημιούργησε αποδείχθηκε αναποτελεσματικό απέναντι στην πραγματική αλληλεγγύη του πληθυσμού. Όπως θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, η εθελοντική πολιτοφυλακή όπως είχε καθορισθεί απ’ την Πράξη περί Επαγρύπνησης κι Επιτήρησης, δεν χρησίμευε παρά σαν «όπλο των πιο δυσαρεστημένων», σύμφωνα με τον Χάμμοντς, κι έτσι απ΄ την εποχή του Πηλ ήταν αναγκαίο να εγκαθιδρυθεί το σύγχρονο επαγγελματικό αστυνομικό σύστημα.

Εκείνο που χρειαζόταν ενάντια σ’ ό,τι ο Ματίας όρισε ως «απόπειρα καταστροφής της νέας κοινωνίας», ήταν ένα όπλο εγγύτερα στον τόπο παραγωγής, δηλαδή, η υποστήριξη της αποδοχής της θεμελιώδους τάξης με τη μορφή του συνδικαλισμού. Μολονότι είναι ξεκάθαρο ότι η προώθηση του συνδικαλισμού ήταν συνέπεια του Λουδισμού, στον ίδιο βαθμό που ήταν κι η δημιουργία της σύγχρονης αστυνομίας, θα πρέπει επίσης να γίνει αντιληπτό ότι πριν απ’ τις εξεγέρσεις των Λουδιτών, οι υφαντουργοί και άλλοι είχαν μια μακρόχρονη παράδοση ανοχής απέναντι στον συνδικαλισμό. Συνακόλουθα, όπως επισημαίνουν μόνοι σχεδόν οι Μόρτον και Τέιτ, η καταστροφή των μηχανών σ’ αυτή την περίοδο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έκρηξη απελπισίας των εργατών οι οποίοι δεν είχαν άλλη διέξοδο. Παρά τις Νομοθετικές Πράξεις περί Ενώσεων, που ήταν μια μη εφαρμοζόμενη απαγόρευση των συνδικάτων, ανάμεσα στο 1799 και το 1824, ο Λουδισμός δεν βρέθηκε στο κενό, αλλά για κάποιο χρονικό διάστημα υπήρξε επιτυχής στην αντίθεσή του απέναντι στην άρνηση του εκτεταμένου συνδικαλιστικού μηχανισμού να επιτεθεί στο κεφάλαιο. Στην πραγματικότητα, υπήρχε δυνατότητα επιλογής ανάμεσα στους δύο δρόμους, και τα συνδικάτα παραμερίστηκαν υπέρ της άμεσης αυτοοργάνωσης των εργατών και των ριζοσπαστικών τους στόχων.

Κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου, είναι απόλυτα ξεκάθαρο ότι ο συνδικαλισμός θεωρούνταν θεμελιακά διαφορετικός απ’ τον Λουδισμό και προωθούνταν σαν τέτοιος, με την ελπίδα ότι θα απορροφήσει την αυτονομία των Λουδιτών. Αντίθετα με την πραγματικότητα των Πράξεων περί Ενώσεων, τα συνδικάτα αναγνωρίζονταν ως νόμιμα, λόγου χάρη στα δικαστήρια κι όταν οι συνδικαλιστές διώκονταν, επιβάλλονταν σ’ αυτούς γενικά ελαφρές ποινές ή καμία, ενώ οι Λουδίτες συνήθως απαγχονίζονταν. Μερικά μέλη του Κοινοβουλίου κατηγορούσαν ευθέως τους ιδιοκτήτες για την κοινωνική αναταραχή, επειδή δεν έκαναν πλήρη χρήση της ασφαλιστικής δικλείδας του συνδικαλισμού. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο έλεγχος κι οι στόχοι των συνδικάτων ήταν τόσο διάφανοι ή σαφείς όσο είναι σήμερα.  Όμως, ο ουσιώδης ρόλος των συνδικάτων ενάντια στο κεφάλαιο, γινόταν ξεκάθαρος, στο φως της υφιστάμενης κρίσης και της πιεστικής αναγκαιότητας εξεύρεσης συμμάχων για τον κατευνασμό των εργατών. Μέλη του Κοινοβουλίου των κομητειών των Μήντλάντς, παρότρυναν τον Γκρέβενορ Χένσον, επικεφαλή του Συνδικάτου Κλωστοϋφαντουργών, να πολεμήσει τον Λουδισμό, λες και χρειαζόταν. Η μέθοδος που χρησιμοποίησε για να προωθήσει την καταστολή, ήταν φυσικά η ακούραστη συνηγορία του υπέρ της διεύρυνσης της δύναμης του συνδικάτου. Η Επιτροπή Κλωστοϋφαντουργών του συνδικάτου, σύμφωνα με την μελέτη του Τσερτς, για το Νότινχαμ, «έδωσε συγκεκριμένες οδηγίες στους εργάτες να μην καταστρέφουν τους αργαλειούς» και το συνδικάτο του Νότινχαμ, η σημαντικότερη προσπάθεια για τη συγκρότηση ενός ενιαίου βιομηχανικού συνδικάτου, τοποθετήθηκε, όμοια, ενάντια στον Λουδισμό και δεν χρησιμοποίησε ποτέ βία.

Μια και τα συνδικάτα ήταν κάθε άλλο παρά σύμμαχοι των Λουδιτών, το μόνο που θα μπορούσαμε να πούμε είναι ότι ήταν το επόμενο στάδιο μετά το Λουδισμό, με την έννοια ότι ο συνδικαλισμός έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην ήττα του. Διαμέσου των διαιρέσεων, της σύγχυσης και των αποπροσανατολιστικών ενεργειών τις οποίες μηχανεύθηκαν τα συνδικάτα, ο συνδικαλισμός «αντικατέστησε» το Λουδισμό με τον ίδιο τρόπο που έσωσε τους βιομήχανους απ’ το χλευασμό των παιδιών στους δρόμους, απ’ την άμεση εξουσία των παραγωγών. Συνακόλουθα, η πλήρης αναγνώριση των συνδικάτων με την ψήφιση των νόμων του 1824 και του 1825, που ακύρωναν τις Πράξεις περί Ενώσεων, «είχε ένα περιορισμένο αποτέλεσμα πάνω στην λαϊκή δυσαρέσκεια», όπως λέει ο Ντάρβαλ. Παρεμπιπτόντως, οι προσπάθειες ακύρωσης, τις οποίες κατεύθυναν οι Πλέις και Χιουμ, έκαμψαν εύκολα ένα συντηρητικό Κοινοβούλιο, με πολλές συνηγορίες υπέρ της ακύρωσης τόσο εργοδοτών όσο και συνδικαλιστών, βρίσκοντας αντίθετους μόνο ελάχιστους αντιδραστικούς. Στην πραγματικότητα, ενώ τα συντηρητικά επιχειρήματα των Πλέις και Χιουμ συμπεριλάμβαναν μια πρόβλεψη λιγότερων απεργιών μετά την ακύρωση, πολλοί εργοδότες κατάλαβαν τον καθαρτήριο, ειρηνοποιό ρόλο των απεργιών και δεν δυσαρεστήθηκαν και πολύ απ’ το κύμα απεργιών που ακολούθησε την ακύρωση. Οι Πράξεις ακύρωσης, φυσικά, περιόρισαν επίσημα τον συνδικαλισμό στο παραδοσιακό, οριακό του μέλημα για το ωράριο και την αμοιβή της εργασίας, κληρονομιά του οποίου είναι μέχρι σήμερα η ύπαρξη των άρθρων περί «δικαιωμάτων της διεύθυνσης» στις συμφωνίες, κατά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, σε παγκόσμια κλίμακα.

Η εκστρατεία ενάντια στα συνδικάτα που εξαπέλυσαν μερικοί εργοδότες, δεν έκανε άλλο απ’ το να τονίσει με τον τρόπο της τον κεντρικό ρόλο των πρώτων` η εκστρατεία κατέστη εφικτή μόνον επειδή τα συνδικάτα είχαν καταφέρει να εξουδετερώσουν τη ριζοσπαστικότητα των μη συνδικαλισμένων εργατών κατά την προηγούμενη περίοδο. Έτσι ο Λέκι, ήταν απόλυτα ακριβής αργότερα, όταν έκρινε πως «δεν χωράει καμιά αμφιβολία ότι τα μεγαλύτερα, πλουσιότερα και καλύτερα οργανωμένα συνδικάτα έκαναν πολλά για να μειώσουν  τις εργασιακές συγκρούσεις», όπως ακριβώς συμπέραναν κι οι Γουέμπ στον 19ο αιώνα, ότι υπήρχαν πολύ περισσότερες εργατικές εξεγέρσεις πριν την επικράτηση του συνδικαλισμού.

Ξαναγυρίζοντας όμως στους Λουδίτες, δεν ανακαλύπτουμε παρά ελάχιστες αφηγήσεις σε πρώτο πρόσωπο και μια ουσιαστικά μυστική παράδοση, κυρίως επειδή προβάλλονταν, διαμέσου των πράξεων τους, φαινομενικά ανεπηρέαστοι από ιδεολογίες. Τι συνέβαινε όμως στην πραγματικότητα; Ο Στερνς, εγγίζοντας ίσως την αλήθεια όσο κι οι σχολιαστές, έγραψε «οι Λουδίτες ανέπτυξαν ένα δόγμα που στηριζόταν στις υποτιθέμενες αρετές των χειρωνακτικών μεθόδων». Με συγκαταβατικό ύφος, τους αποκαλεί όλους, ούτε λίγο ούτε πολύ, «οπισθοδρομικούς φουκαράδες», οπωσδήποτε όμως, υπάρχει ένας κόκκος αλήθειας σ’ αυτό. Ωστόσο, η επίθεση των Λουδιτών δεν προήλθε απ’ την εισαγωγή νέων μηχανών όπως συνήθως πιστεύεται, γιατί δεν υπάρχει καμιά απόδειξη αυτής στο 1811 και το 1812, όταν εμφανίστηκε ο Λουδισμός καθαυτός. Η καταστροφή, μάλλον, είχε σα στόχο τις νέες, πρόχειρες μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν στις ήδη υπάρχουσες μηχανές. Μη όντας μια επίθεση ενάντια στην παραγωγή από οικονομική άποψη, υπήρξε, πάνω απ’ όλα, η βίαιη αντίδραση των υφαντουργών (με τους οποίους σύντομα ενώθηκαν κι άλλοι) στην απόπειρα υποβάθμισης τους με τη μορφή της κατώτερης εργασίας` τα ευτελή προϊόντα -βιαστικά συναρμολογημένα «ρετάλια»- ήταν η αιτία του ζητήματος. Οι επιθέσεις των Λουδιτών αντιστοιχούσαν γενικά σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, κι αυτό συνέβαινε επειδή οι ιδιοκτήτες επωφελούνταν απ’ αυτές για να εισάγουν νέες μεθόδους παραγωγής. Είναι, όμως, εξίσου αληθινό ότι ο Λουδισμός δεν ήταν γέννημα κάθε περιόδου ένδειας, μιας και ο Λουδισμός δεν εμφανίστηκε σε περιοχές ιδιαίτερα φτωχές. Λόγου χάρη, το Λέστερσαϊρ πλήγηκε ελάχιστα απ’ τους δύσκολους καιρούς κι ήταν μια περιοχή που παρήγαγε την καλύτερη ποιότητα μάλλινων προϊόντων` το Λέστερσαϊρ ήταν ένα ισχυρό κέντρο του Λουδισμου.

Όποιος διερωτάται τι το ριζοσπαστικό υπήρχε σ’ ένα κίνημα το οποίο δε φαινόταν να ζητάει παρά μόνο το σταμάτημα της αθέμιτης εργασίας, δε θα κατορθώσει ν’ αντιληφθεί τη βαθύτερη αλήθεια της βάσιμης υπόθεσης -που έκαναν και οι δυο πλευρές- για τη σχέση ανάμεσα στην καταστροφή των αργαλειών και την εξέγερση. Λες και μπορεί ο παραγωγός να αγωνισθεί για την ακεραιότητα της επαγγελματικής του ζωής, δίχως ν’ αμφισβητήσει ολόκληρο τον καπιταλισμό. Η απαίτηση να σταματήσει η αθέμιτη εργασία γίνεται αναγκαστικά ένας κατακλυσμός, ένας αγώνας για όλα ή τίποτα, και στο μέτρο που αυτό επιδιώκεται, οδηγεί κατευθείαν στην καρδιά των καπιταλιστικών σχέσεων και της δυναμικής τους. Ένα άλλο στοιχείο του Λουδίτικου φαινομένου που αντιμετωπίζεται γενικά με συγκατάβαση, δια της μεθόδου της παντελούς αγνόησης του, είναι η οργανωτική πλευρά. Οι Λουδίτες, όπως όλοι γνωρίζουν, χτυπούσαν άγρια και τυφλά, ενώ τα συνδικάτα πρόσφεραν στους εργάτες τη μοναδικής μορφή οργάνωσης. Στην πραγματικότητα, όμως, οι Λουδίτες αυτοοργανώνονταν σε τοπική, ακόμα και σε ομοσπονδιακή βάση, συμπεριλαμβάνοντας εργάτες όλων των επαγγελμάτων, με έναν εκπληκτικό, αυθόρμητο συντονισμό. Αποφεύγοντας μιαν αλλοτριωτική δομή, η οργάνωση τους δεν ήταν ούτε τυπική ούτε μόνιμη. Η εξεγερσιακή τους παράδοση δεν επικεντρωνόταν πουθενά κι υπήρχε κυρίως σαν σιωπηλός κώδικας` ήταν μια μη εξουσιαστική κοινότητα, μια οργάνωση που είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό της. Όλα αυτά φυσικά, ήταν ουσιώδη για την δύναμη του Λουδισμού και για την απήχηση στη βάση του. Στην πράξη, «καμία ενέργεια των δικαστών ή των άλλων στρατιωτικών τους ενισχύσεων δεν εμπόδισε τους Λουδίτες. Κάθε επίθεση αποκάλυπτε προγραμματισμό και μέθοδο», δήλωνε ο Τόμσον, ο οποίος εκτιμούσε επίσης «το εξαίρετο σύστημα ασφαλείας κι επικοινωνίας», που διέθεταν. Ένας αξιωματικός του στρατού στο Γιορκσάιρ, αντιλήφθηκε ότι «διέθεταν ένα εξαιρετικό βαθμό συντονισμού και οργάνωσης». Ο Ουίλλιαμ Κόμπετ έγραψε, σχετικά με μια αναφορά προς την κυβέρνηση, το 1912: «κι αυτές είναι οι συνθήκες που θα προβληματίσουν ιδιαίτερα το υπουργείο. Δε θα μπορέσουν να βρουν κανένα αγκιτάτορα. Είναι ένα κίνημα του ίδιου του λαού».

Προς διάσωση των αρχών, ωστόσο, παρά τα απογοητευτικά σχόλια του Κόμπετ, κατέφθασε η ηγεσία των Λουδιτών. Το κίνημα τους δεν ήταν ένα απόλυτα εξισωτικό κίνημα, μολονότι αυτό το στοιχείο ίσως να προσέγγιζε περισσότερο την πραγματικότητα, απ’ ό,τι οι εκτιμήσεις τους για το τι μπορούσαν να επιτύχουν και πώς δεν το κατόρθωσαν. Φυσικά, μέσα απ’ τους κόλπους αυτής της ηγεσίας αναδύθηκε, παρά πολύ γρήγορα, η «πολιτική επιτήδευση» όπως ακριβώς απ’ αυτήν προήλθαν, σε μερικές περιπτώσεις και τα στελέχη των συνδικάτων. Κατά την «προπολιτική» περίοδο των Λουδιτών -που εξέλιξη της είναι, επίσης, η δική μας «μεταπολιτική» περίοδος- ο λαός μισούσε απροκάλυπτα τους κυβερνήτες του. Πανηγύρισε το θάνατο του Πητ στα 1806 και, ακόμη περισσότερο, τη δολοφονία του Πέρσεβαλ, στα 1812. Αυτοί οι πανηγυρισμοί για το θάνατο πρωθυπουργών, αποκαλύπτουν την ανεπάρκεια των μεσολαβήσεων μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνώμενων, την έλλειψη ενότητας των δύο πλευρών.

Η πολιτική χειραφέτηση των εργατών ήταν, οπωσδήποτε, λιγότερο σημαντική απ’ τη βιομηχανική τους χειραφέτηση ή ενσωμάτωση διαμέσου των συνδικάτων, γι’ αυτό το λόγο, προχώρησε πολύ αργά. Παρ’ όλα αυτά, είναι αλήθεια, ότι ένα ισχυρό όπλο ειρηνοποίησης υπήρξε η εντατική προσπάθεια να στραφεί το ενδιαφέρον του πληθυσμού σε νόμιμες ενέργειες, δηλαδή, η εκστρατεία για την διεύρυνση της εκλογικής βάσης του Κοινοβουλίου. Ο Κόμπετ, που πολλοί περιγράφουν ως τον πλέον ακαταγώνιστο φυλλαδιογράφο της Αγγλικής Ιστορίας, παρότρυνε πολλούς να γίνουν μέλη των Λεσχών Χάμντεν για την επίτευξη της εκλογικής μεταρρύθμισης και φημιζόταν επίσης, σύμφωνα με τον Ντέιβις, για την εκ μέρους του «απερίφραστη καταδίκη των Λουδιτών». Οι ολέθριες επιπτώσεις αυτής της πολωτικής μεταρρυθμιστικής εκστρατείας, μπορούν να εκτιμηθούν, εν μέρει, αν συγκρίνουμε παρόμοιες προγενέστερες δυναμικές διαδηλώσεις αντικυβερνητικής οργής, όπως οι Ταραχές Γκόρντον (1780) και η αποδοκιμασία του βασιλιά απ’ τον όχλο στο Λονδίνο, το 1795, με παρόμοιες σφαγές και αποτυχίες, όπως οι «εξεγέρσεις» του Πέντριτζ και του Πήτερλου, που συμπίπτουν σχεδόν με την ήττα του Λουδισμού, λίγο νωρίτερα απ’ το 1820.

Όμως, ξαναγυρίζοντας τελικά σε πιο θεμελιακούς μηχανισμούς, βρισκόμαστε ξανά αντιμέτωποι με το πρόβλημα της εργασίας και του συνδικαλισμού. Ο τελευταίος, θα πρέπει να συμφωνήσουμε, εδραιώθηκε εξαιτίας του δραστικού χωρισμού του εργάτη απ’ τον έλεγχο των μέσων παραγωγής, κι ο ίδιος ο συνδικαλισμός, όπως έχουμε δει, συνέβαλε αποφασιστικά σ’ αυτό το χωρισμό. Μερικοί, συμπεριλαμβανομένων, φυσικά, των μαρξιστών, θεώρησαν αυτή την ήττα και τη μορφή της, τη νίκη του εργοστασιακού συστήματος, τόσο σαν αναπόφευκτη όσο και σαν επιθυμητή έκβαση, μολονότι ακόμα κι αυτοί θα πρέπει να παραδεχθούν ότι στην εκτέλεση της εργασίας ενυπάρχει ένα σημαντικό τμήμα του προσανατολισμού των βιομηχανικών λειτουργιών, ακόμη και σήμερα. Έναν αιώνα μετά τον Μαρξ, ο Γκαλμπραίηθ εντόπισε την εγγύηση της νίκης του συστήματος παραγωγικότητας πάνω στην δημιουργικότητα, στην βασική αποκήρυξη κάθε διεκδίκησης που αφορά την εργασία καθαυτή εκ μέρους των συνδικάτων. Η εργασία, όμως, όπως την αντιλαμβάνονται όλοι οι ιδεολόγοι, είναι μια δραστηριότητα που υπόκειται σε διαρκή νόθευση. Έτσι, οι σύγχρονοι μεσολαβητές αγνοούν τον ακατάπαυστο, παγκόσμιο αγώνα των Λουδιτών για τον έλεγχο των παραγωγικών διαδικασιών, έστω κι αν προωθείται σήμερα κάθε μορφή «συμμετοχής» των εργαζομένων. Στο πρώιμο συνδικαλιστικό κίνημα υπήρχε ένας μεγάλος βαθμός δημοκρατίας. Για παράδειγμα, ήταν πλατιά διαδεδομένη η πρακτική ανάδειξης αντιπροσώπων εκ περιτροπής ή με κλήρο. Ό,τι όμως δεν μπορεί να εκδημοκρατιστεί γνήσια, είναι η αληθινή ήττα που κρύβεται πίσω απ’ τη νίκη των συνδικάτων, η οποία τα καθιστά οργάνωση της συνενοχής, παρωδία της κοινότητας. Η μορφή, σε αυτό το επίπεδο, δεν μπορεί να εξωραΐσει τον συνδικαλισμό, τον πράκτορα της αποδοχής και της συντήρησης ενός παράδοξου κόσμου.

Η μαρξιανή ποσοτική ανάλυση ανάγει την παραγωγή σε ύψιστο αγαθό, όπως ακριβώς οι αριστεριστές παραγνωρίζουν την κατάργηση της άμεσης εξουσίας των παραγωγών κι έτσι καταλήγουν κατά απίθανο τρόπο, να υιοθετούν τα συνδικάτα σαν το μόνο που μπορούν να έχουν ανειδίκευτοι εργάτες. Ο οπορτουνισμός κι ο ελιτισμός όλων των Διεθνών, στην πραγματικότητα, η ιστορία της Αριστεράς, έχει τελικά σαν προϊόν το φασισμό, απ’ τη στιγμή που οι συσσωρευμένοι περιορισμοί φέρνουν τ’ αποτελέσματα τους. Αφότου ο φασισμός μπόρεσε να προσελκύσει μ’ επιτυχία τους εργάτες, εμφανιζόμενος ως κατάργηση των απαγορεύσεων, ως «Σοσιαλισμός της Δράσης», κ.τ.λ – ως επαναστατικός – θα έπρεπε να είναι σαφές πόσα θάφτηκαν μαζί με τους Λουδίτες.

Υπάρχουν ήδη κι αυτοί οι οποίοι κολλάνε εκ νέου την ετικέτα «μεταβατική περίοδος» στη σημερινή εντεινόμενη κρίση, ελπίζοντας ότι  θα τελειώσουν όλα ωραία και καλά με μια ακόμα ήττα των Λουδιτών.

Βλέπουμε σήμερα, την ίδια ανάγκη ενίσχυσης της εργασιακής πειθαρχίας όπως και παλιότερα, και την ίδια ίσως αντίληψη της έννοιας της «προόδου» εκ μέρους του πληθυσμού. Κατά πάσα πιθανότητα μπορούμε τώρα ν’ αναγνωρίσουμε πιο ξεκάθαρα όλους τους εχθρούς μας, έτσι ώστε αυτή τη φορά η μετάβαση να βρίσκεται στα χέρια αυτών που δημιουργούν.

 

John και Paula Zerzan, Fifth Estate, Απριλίου 1976.

 

Το κείμενο αυτό υπάρχει σε έντυπη μορφή στα ελληνικά στο μικρό βιβλίο με τίτλο «Η εξέγερση ενάντια στην μηχανή στις ρίζες του εργοστασιακού συστήματος» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος και το οποίο περιλαμβάνει άλλα δύο κείμενα.

Δικαιώματα ή Απελευθέρωση των Ζώων; Μερικές διάσπαρτες σκέψεις πάνω στην Απελευθέρωση, στην Αναρχία και στη Ζωή.

Είναι πολύ συχνό φαινόμενο μέσα στο κίνημα των δικαιωμάτων και της απελευθέρωσης των ζώων να υπάρχουν διαφορετικές απόψεις και κριτικές πάνω στα δικαιώματα απ’ την μία και στην απελευθέρωση από την άλλη, από ατομικότητες, ακτιβιστές, και μέλη οργανώσεων. Για να έχουμε μια καθαρότερη εικόνα για αυτό το γεγονός, πρέπει να ρίξουμε μια κοντινότερη ματιά σε αυτές τις δύο έννοιες. Αρχικά, η έννοια των «Δικαιωμάτων» είναι το να δώσεις σε κάποιον/α το δικαίωμα να κάνει ή να έχει κάτι, με άλλα λόγια τα δικαιώματα πρέπει πρώτα να θεσμοθετηθούν ώστε να χορηγηθούν έπειτα. Η παγίδα στην οποία πέφτουν πολλοί ακτιβιστές για τα δικαιώματα των ζώων είναι η ουσία και η ιδέα των δικαιωμάτων των ζώων και της δημοκρατίας. Πρώτα, η δημοκρατία προϋποθέτει την ύπαρξη του Κράτους, των νόμων και των θεσμών που κάνουν αυτή την δημοκρατία νόμιμη, χωρίς να έχει καμία σημασία αν η δημοκρατία είναι άμεση ή έμμεση, συνεχίζει να είναι δημοκρατία, κρατική κυριαρχία και επιβολή. Ο αγώνας μας δεν μπορεί να περιχαρακωθεί μέσα στα στενά όρια της δημοκρατίας, καθώς ο αγώνας μας είναι αναρχικός και στόχος του είναι το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή η κατάλυση της δημοκρατίας, του καπιταλισμού και του κράτους, και η αποδόμηση κάθε καταπίεσης και κυριαρχίας. Έτσι λοιπόν, η ιδέα των δικαιωμάτων προϋποθέτει με την σειρά της την συνέχιση του ίδιου ή ενός διαφορετικού συστήματος διακυβέρνησης, θέσπισης νόμων και υποδούλωσης. Τα δικαιώματα των ζώων και των ανθρώπων έχουν ανάγκη από τους νόμους και τους θεσμούς, και εν τέλει και τους αρμόδιους που θεσπίζουν αυτά τα δικαιώματα, δηλαδή έχουν ανάγκη την εξάρτηση από τους κυριάρχους και τους κυβερνήτες. Αυτόματα, φτάνουμε στο συμπέρασμα πως τα δικαιώματα των ζώων είναι η ιδέα της χορήγησης περισσότερης ελευθερίας στα ζώα, με αυτό να σημαίνει μεγαλύτερα κλουβιά, ανθρωπινότερους τρόπους σφαγής, κτλ. , και η ουσία της ελευθερίας που επιθυμούν να χορηγηθεί να μην είναι ποτέ ενάντια στην ριζική αιτία της εκμετάλλευσης τους, η οποία είναι η καταπίεση από τον άνθρωπο και τον πολιτισμό του, τα έθνη του, τα κράτη του, τους νόμους, τις μηχανές, τα εργοστάσια, τα εμπορικά κέντρα, τα γουναράδικα, ακόμα και τα φιλήσυχα νοικοκυριά. Και πάνω από όλα, τα δικαιώματα που αυτοί οι εναλλακτικοί ακτιβιστές της νομιμότητας θέλουν να θεσπίσουν για τα ζώα είναι φυσικά ανθρωποκεντρικά, σαν το σύστημα που υπηρετούν και έχουν ανάγκη. Επίσης, πολλές φορές το συγκεκριμένο ζήτημα είναι υπερβολικά μονοθεματικό. Αφού γίνουν χορτοφάγοι ή και βίγκαν, σταματούν εκεί, το βλέπουν σαν αυτοσκοπό, σαν να έχουν κάνει το κομμάτι τους, λες και αυτό από μόνο του είναι ο «αγώνας» τους, και αφού μποϋκοτάρουν την κρεατό-γαλακτό-βιομηχανία, αρχίζουν να λατρεύουν την βίγκαν βιομηχανία, που και αυτή από την πλευρά της δεν παύει να είναι μια καπιταλιστική βιομηχανία, που βιάζει τη Γη και εκμεταλλεύεται ανθρώπους ως εργάτες. Έτσι αυτοί οι εναλλακτικοί μπουρζουάδες φιλόζωοι, βρίσκουν την απόλυτη συμπόνια στην αγάπη τους προς τα ζώα, έχοντας το ως αυτοσκοπό, συμμετέχοντας σε ειρηνικές διαμαρτυρίες, σε πικετοφορίες, σε καταναλωτικά μποϋκοτάζ και σε λίστες υπογραφών για την λύση του τάδε προβλήματος, φυσικά δουλεύοντας μέσα στο σύστημα, και εκτός αυτού διακρίνονται για την λασπολογία τους ενάντια στο μαχητικό κίνημα της απελευθέρωσης των ζώων, όπου ατομικότητες και ομάδες θυσιάζουν την ελευθερία τους για την απελευθέρωση των ζώων και της γης, βάζοντας φωτιές σε επιχειρήσεις, κάνοντας μαχητικές πορείες που έρχονται σε σύγκρουση με τους προστάτες των νόμων τους, κάνοντας απελευθερώσεις ζώων δίνοντας τους έτσι το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση της ζωής τους, και γενικότερα κάνοντας άμεσες δράσεις που αποτελούν και πραγματικό κίνδυνο για το καπιταλιστικό σύστημα, που μετράει τα πάντα σε χρήμα και υλικές ζημιές.

Απ’ την άλλη, η ιδέα της Απελευθέρωσης των Ζώων, και της Απελευθέρωσης γενικότερα, είναι η ιδέα του αγώνα όχι μόνο για ελευθερία, αλλά περισσότερο από αυτό, για της απελευθέρωση του εαυτού μας, των ζώων και του περίγυρου μας, από την αρρώστια που ονομάζεται κράτος, καταπίεση, κυριαρχία, και πολιτισμός. Η Απελευθέρωση των Ζώων δεν μπορεί να είναι μονοθεματική, καθώς είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την Απελευθέρωση της Γης και του Ανθρώπου, καθώς και με το κίνημα της Ολικής Απελευθέρωσης. Δεν έχει καμία σχέση με την θέσπιση δικαιωμάτων οποιουδήποτε τύπου, ή με την ανωτερότητα κάποιου να αποφασίζει για το ποιος/ποια/ποιο θα είναι ελεύθερο ή όχι στον ελεύθερο κόσμο που επιθυμούμε, αλλά είναι ένας πόλεμος για την ζωή έξω από τα στεγανά της καταπίεσης, της σκλαβιάς, της εξημέρωσης, της μιζέριας και της συντριβής των ονείρων και επιθυμιών μας. Αρνούμαστε κατηγορηματικά τα δικαιώματα που μας παρέχουν, και αναγνωρίζουμε ένα και μοναδικό δικαίωμα σε αυτόν τον κόσμο. Το Δικαίωμα να ζούμε ως ελεύθερα όντα την ζωή που επιθυμούμε, χωρίς να υπάρχει κάποιος ή κάτι πάνω από το κεφάλι μας που να ελέγχει τις επιλογές μας. Η απελευθέρωση ως έννοια και ως ουσία είναι υπεράνω όλων των ιδεολογιών, όλων των πολιτικών βιβλίων. Δεν επιθυμούμε να απαιτήσουμε περισσότερη ελευθερία για τα μη-ανθρώπινα ζώα από τους καταπιεστές τους, όπως ακριβώς δεν επιθυμούμε να παζαρέψουμε την προσωπική μας ελευθερία από κάθε είδους αφεντικού και κυριάρχου. Το ύψιστο δικαίωμα που αναγνωρίζουμε, και είναι ένα πρωτόγονο δικαίωμα, είναι το να αρπάξουμε μονάχοι μας την ελευθερία που επιζητούμε, όχι μέσα από και στο σύστημα τους, αλλά μέσω της καταστροφής των κρατών τους, των νόμων τους, των θεσμών τους, των βιομηχανιών τους και του πολιτισμού τους, που εξημερώνει τις άγριες ορμές για τον αέναο πόλεμο ενάντια σε κάθε είδους κυριαρχία και αποξένωση από την ίδια την ελευθερία. Ακόμα και αν γνωρίζουμε σοφά πως τα όνειρα μας δεν θα πραγματοποιηθούν στο όλον τους, είμαστε παραπάνω από σίγουροι πως ο αγώνας μας είναι η ίδια μας η ζωή, και μέσα στους εαυτούς μας βασιλεύει η ανάγκη να διαχύσουμε την φωτιά της απελευθέρωσης, τις σκέψεις των ατομικών μας επιθυμιών, και την άμεση δράση εναντίον των εχθρών μας, που ήταν και είναι ηλίου φαεινότεροι.

Η ιστορία της ανθρωπότητας στον πολιτισμό που δημιούργησε, μας έχει δείξει ξεκάθαρα πως η καταπίεση, η εξημέρωση και η κατοχή κάθε στρέμματος του πλανήτη είναι κάποιες από τις αιτίες της εκμετάλλευσης όλων των έμβιων όντων. Τα δεινά που έχει προκαλέσει το ανθρώπινο είδος δεν χωράνε σε ένα άρθρο, ούτε καν σε έναν τόμο για να αναδειχθούν, και δεν ξέρω και κατά πόσο αυτό θα ήταν λειτουργικό ή και ουσιώδες. Η κατάδειξη της μιζέριας και του πόνου που προκαλεί ο θανατερός πολιτισμός τους είναι μόνο ένα κομμάτι του μαινόμενου πολέμου. Είναι η ψυχολογική και θεωρητική βάση, πάνω στην οποία τα πόδια μας πρέπει να πατήσουν δυνατά για τις περαιτέρω ενέργειες. Ενέργειες ενάντια σε όσα μας κρατάνε φυλακισμένους, εμάς και τα υπόλοιπα πλάσματα του πλανήτη, γιατί καμία εξουσία δεν θα διαλυθεί με λέξεις και χαρτιά, αλλά με δράσεις και εξεγέρσεις. Έτσι δεν θα πρέπει να συμβιβαστούμε με τίποτα λιγότερο από την Ολική Απελευθέρωση της Γης, των Ζώων και των Ανθρώπων, καθώς δεν πρέπει ποτέ να παζαρεύουμε την ελευθερία που ανήκει σε όλους μας. Γεννιόμαστε για να είμαστε ελεύθεροι, αλλά όντας γεννημένοι σε έναν πολιτισμό-φυλακή, η μόνη επιλογή που βγαίνει φυσικά από μέσα μας είναι η αφιέρωση της ζωής μας σε αυτόν τον πόλεμο για απελευθέρωση, για την καταστροφή όλων όσων έχτισαν και για την επαναφορά των πραγματικών μας επιθυμιών στο εδώ και στο τώρα. Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο.

Για την Αναρχία